αναδημοσίευση απο παραλληλογράφο
Της La Scapigliata (που το βρήκε στο μπλογκ eleftheriakoskosmos)
Η άνοδος του ιταλικού φασισμού και οι σχέσεις του με τον αναρχισμό, το συνδικαλισμό και το σοσιαλισμό
Του Λάρυ Γκάμποουν*
Η κυβέρνησή του διαπράττει στην Ιταλία … ό,τι η σοβιετική κυβέρνηση έχει διαπράξει στη Ρωσία. Τα πιο αγωνιστικά φιλελεύθερα στοιχεία είναι βαθιά αποκαρδιωμένα … Αυτό που σύντομα θα γίνει είναι ένα μεγάλο σοσιαλιστικό κράτος … αυστηρά συγκεντρωτικό … μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια … Σε 10 χρόνια, θα έχει οικοδομηθεί ένα κράτος όπου δε θα υπάρχει κανένα ίχνος ευρωπαϊκού “φιλελευθερισμού” ή δημοκρατικής “ελευθερίας”.Γουίντχαμ Λιούις, Άγγλος οπαδός του φασισμού (1926)Το μονοπάτι όπου βαδίζουν αυτοί οι άνθρωποι είναι πάντοτε το ίδιο. Αρχικά είναι αναρχικοί ή ακραίοι σοσιαλιστές, κατόπιν “προσηλυτίζονται” στον εθνικισμό και δημιουργούν αξιοσημείωτες μεσσιανικές ιδέες … και φορτίζουν τον ακίνδυνο εθνικισμό των ενώσεων και των κομμάτων με το δυναμίτη της αναρχικής ετοιμότητας για δράση.Ότο Στράσερ, αριστερός ναζιστής1
*Ο Λάρυ Γκάμποουν (Larry Gambone) ζει στο Μόντρεαλ του Καναδά και είναι εκδότης της αναρχικής εφημερίδας . Any Time Now. Η μετάφραση είναι του Γιάννη Καρύτσα.
ΤΟ ΠΡΟ-ΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ο χαρακτήρας της ιταλικής ενοποίησης και του ιταλικού κράτους διαδραμάτισαν ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του φασισμού. Η ενοποιημένη Ιταλία δεν ήταν προϊόν μιας λαϊκής επανάστασης, αλλά συντελέστηκε εκ των άνω από το Βασίλειο του Πεδεμοντίου. Ως εκ τούτου, υπήρχε ελάχιστη ταύτιση με αυτό το κράτος, καθώς οι άνθρωποι σκέπτονταν τους εαυτούς τους ως Ρωμανιόλους, Σικελιάνους ή Τοσκανέζους. Οι πολιτικοί ηγέτες δεν εμπιστεύονταν το λαό και έτσι υιοθέτησαν το γαλλικό συγκεντρωτισμό ή το γιακωβίνικο μοντέλο του κράτους, το οποίο αποξένωσε περαιτέρω τον πληθυσμό και επίσης ενθάρρυνε τη διαφθορά. Η έλλειψη εμπιστοσύνης των ελίτ απέναντι στο λαό σήμαινε και περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα. Ακόμα και το 1882, μόνον το 7% του ανδρικού πληθυσμού είχε δικαίωμα ψήφου. Το κράτος ήταν πολύ αυταρχικό θέτοντας εκτός νόμου το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1894 και επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο το 1898, χρονιά κατά την οποία σκοτώθηκαν από το στρατό 118 άτομα μόνο στο Μιλάνο. Ο οικονομικός προστατευτισμός προς όφελος των καθυστερημένων και ζημιογόνων βιομηχανιών οδήγησε στη διαφθορά και την άνοδο των τιμών.2
Παρά τον -ή σωστότερα λόγω τού- αυταρχισμό του, το ιταλικό κράτος ήταν αδύναμο και ποτέ δεν πέτυχε να δημιουργήσει μια γνήσια εθνική ενότητα ούτε μπόρεσε να ενθαρρύνει την οικονομική ανάπτυξη. Από τη στιγμή που οι κυβερνώντες αυτοπαρουσιάζονταν ως φιλελεύθεροι, για πολλούς Ιταλούς αυτή η αξιοθρήνητη κατάσταση αποτελούσε ένα παράδειγμα δημοκρατίας και φιλελευθερισμού και όχι, όπως πραγματικά ήταν, ένα παράδειγμα των αντιθέτων τους. Αυτός ο ψευδο-φιλελευθερισμός των κυβερνώντων δημιούργησε εχθρικότητα απέναντι στις φιλελεύθερες αξίες. Έτσι, στη σκέψη και των συντηρητικών και των ριζοσπαστών η δημοκρατία, η ανοχή, ο συμβιβασμός, η ορθολογική επιχειρηματολογία, οι ελεύθερες αγορές και η ειρήνη είτε θεωρούνταν απάτες είτε εξισώνονταν με την αδυναμία και τη διαφθορά. Μέγα μέρος της ιταλικής ιστορίας χαρακτηριζόταν από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, τη βεντέτα, τη ληστεία και τις βίαιες συνωμοτικές ομάδες, όπως η Μαφία και οι Καρμπονάροι. Αυτή ήταν η μήτρα από την οποία θα αναπτυσσόταν η φασιστική ιδεολογία.
Τρεις τάσεις συνενώθηκαν για να σχηματίσουν το φασιστικό κίνημα· οι πρωτοφασίστες συνδικαλιστές, οι εθνικιστές και οι μουσολινικοί σοσιαλιστές. Επειδή ο Μπενίτο Μουσολίνι είναι ο φασίστας για τον οποίον όλοι έχουμε ακούσει καθώς και ο επικεφαλής του κινήματος, θα αρχίσω τη συζήτηση με αυτόν.
Ο ΝΕΑΡΟΣ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ
Ο Μπενίτο Μουσολίνι καταγόταν από τη Ρωμάνια, τον κλασικό τόπο της πολιτικής βίας3 Πριν από την άνοδο του επαναστατικού σοσιαλισμού και του μπακουνισμού, η επαρχία κατακλύστηκε από τη βία των Γιακωβίνων και των Καρμπονάρων. Μία πολύ φτωχή επαρχία της Ιταλίας , που κατοικούνταν κυρίως από ακτήμονες εργάτες γης, η Ρωμάνια ήταν η γη της αιματηρής βεντέτας. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, αυτές οι βεντέτες πήραν τη μορφή βίαιων διαμαχών μεταξύ των ρεπουμπλικάνων και των σοσιαλιστών επαναστατών (κυρίως των αναρχοκομμουνιστών). Μεταξύ των τελευταίων, η εξέχουσα προσωπικότητα και ο πραγματικός ιδρυτής του τοπικού κινήματος ήταν ο Αλεσάντρο Μουσολίνι, πατέρας του Μπενίτο. Μολονότι ο Αλεσάντρο τάχθηκε υπέρ του σοσιαλισμού κατά τη δεκαετία του 1880, παρέμεινε κοντά στους αναρχοκομμουνιστές τοποθετούμενος μεταξύ του μαρξισμού και του αναρχισμού. Αυτή την περίοδο, ο αναρχισμός είχε απολέσει τα στηρίγματά του στην Ιταλία, η προπαγάνδα με τη δράση και οι αποτυχημένες εξεγέρσεις τον είχαν αποξενώσει από το λαό. Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της αποτυχίας ήταν το ότι μια ομάδα αναρχοκομμουνιστών υιοθέτησε την τρομοκρατία και τη βία στην πιο ακραία μορφή τους υποστηρίζοντας ότι η επανάσταση είναι η διαρκής δράση της διάπραξης κάθε είδος εγκλήματος εναντίον της δημόσιας τάξης4 Ο Αλεσάντρο Μουσολίνι δε συμπαθούσε αυτές τις δραστηριότητες και έτσι έγινε ο ιδρυτής και ο ηγέτης του σοσιαλιστικού κινήματος της πόλης του. Οι εργάτες τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν βαθύτατα. Μολονότι δεν ήταν πολιτικά σεκταριστής, ήταν βίαιος αντικληρικαλιστής. Ο ακραίος αντικληρικαλισμός ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας της Ρωμάνιας. Οι σοσιαλιστές και οι αναρχικοί ξόδευαν περισσότερο χρόνο για να επιτίθενται στη θρησκεία παρά σε άλλες πλευρές της κοινωνίας.
Ο ακραίος αναρχοκομμουνισμός ήταν φανατικός, αυταρχικός και αδιάλλακτος. Οι υποστηρικτές του έκαναν τα πάντα για να διεγείρουν το μίσος και την εχθρότητα εναντίον των αντιπάλων τους στρώνοντας έτσι το έδαφος για την εκδίκηση και τον αποδιοπομπαίο τράγο της προπαγάνδας του φασισμού. Η κυνική στάση τους απέναντι σε όλες τις πλευρές της κοινωνίας, η δικαίωση της τρομοκρατίας μέσω των σκοπών και η επιθυμία για μια σαρωτική επανάσταση προ- ανήγγειλαν επίσης το φασιστικό μηδενισμό. Για τον Κάρλο Καφιέρο, έναν κυριολεκτικά παράφρονα ηγέτη των εξτρεμιστών, η βίαιη δράση ήταν καλή αυτή καθεαυτήν, κάτι που αποτελεί μία γνήσια φασιστική άποψη. Οι εξτρεμιστές ήταν ειδικοί στο να επιτίθενται στους “μετριοπαθείς” αναρχοκομ- μουνιστές -όπως στον Ερίκο Μαλατέστα, που τον απείλησαν ακόμα και με πυροβολισμό- και στο να οργανώνουν ένοπλες ληστείες.5 Το περιοδικό Σκέψη και Δυναμίτης , που εκδιδόταν από τους τρομοκράτες, έγραφε το 1891: για να θριαμβεύσει πλήρως η Κοινωνική Επανάσταση, είναι αναγκαίο να καταστραφεί στο σύνολό της η μπουρζουαζία. Γυναίκες, γέροι και παιδιά, όλοι πρέπει να πνιγούν στο αιμα.
Τέτοιες απόψεις είναι κατά πολύ χειρότερες από αυτές που αργότερα υποστήριξαν οι Ιταλοί φασίστες έχοντας περισσότερα κοινά με τον Πολ Ποτ παρά με τον Ντούτσε. Δεδομένου αυτού του πολιτιστικού και πολιτικού υποβάθρου, δεν είναι περίεργο που ο Μπενίτο ήταν ένας γεννημένος εξτρεμιστής. Σε ηλικία 17 ετών, ο νεαρός σοσιαλιστής επαινούσε τη δολοφονία του βασιλιά Ουμπέρτο από έναν αποκαλούμενο αναρχικό και υποστήριζε την πολιτική βία ως μέσο αγώνα. Διακατεχόταν από έντονη αντιθρησκευτικότητα και στην πραγματικότητα ήταν, σε αυτό τον τομέα, πιο ριζοσπαστικός από ό,τι οι περισσότεροι σοσιαλιστές … ακριβώς όπως οι αναρχικοί1 Η σχέση του με το αναρχικό κίνημα ήταν στενή και εγκάρδια. Το 1903, ήταν ομιλητής, μαζύ με τον αναρχικό Λουίτζι Μπερτόνι, σε μια συνάντηση και καταγράφηκε ως ένας αναρχικός από το ιταλικό προξενείο της Γε- νεύης.8 Μιλώντας στην Ελβετία για τον ιταλικό σοσιαλισμό, υπογράμμισε την επαναστατική φύση του, αρνήθηκε ότι είναι αναρχικός, αλλά υποστήριξε ότι είναι επαναστάτης. Ο Μουσολίνι απελάθηκε από την Ελβετία και κατηγόρησε για την απέλασή του τους Ελβετούς μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές, σε ένα άρθρο που δημοσίευσε σε μια αναρχική εφημερίδα με τον τίτλο Η Εξέγερση .
Το 1904, ο Μουσολίνι συζήτησε για το ζήτημα της θρησκείας με τον Αιμίλιο Βαντερβέλντε. Για τον τελευταίο, και για την τεράστια πλειονότητα των σοσιαλιστών, η θρησκεία ήταν ένα ιδιωτικό ζήτημα και ήταν λάθος να διαιρείται η εργατική τάξη με βάση τη θρησκεία. Ο Μουσολίνι, υπερασπιζόταν τον αθεϊσμό, πήγαινε μάλιστα τόσο μακριά, που κατηγορούσε τον Χριστό υποστηρίζοντας ότι η ηθική του οδηγεί στη βλακεία και την ανανδρία, μία άποψη πολύ πέραν της τυπικής αντικληρικαλιστικής στάσης. Οι απόψεις του για τη θρησκεία, την κυβέρνηση, τη δημοκρατία, το μιλιταρισμό και τη χρήση βίας βρίσκονταν πλησιέστερα σε εκείνες των εξτρεμιστών αναρχοκομμουνιστών παρά σε εκείνες των σοσιαλιστών. Ο νεαρός Μουσολίνι ήταν … πάντοτε ένας ακροαριστερός ή επαναστάτης σοσιαλιστής9
Ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΚΑΙ Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
Το 1920, ο Αρτούρο Λαμπριόλα (ένας ακόμα μελλοντικός φασίστας, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ιταλό φιλόσοφο Αντόνιο Λαμπριόλα) και ο Μόκι εξέδωσαν το περιοδικό Σοσιαλιστική Πρωτοπορία για να προωθήσουν το συνδικαλισμό. Ο Μπενίτο θαύμαζε τον Λαμπριόλα και έγινε ένας βασικός συνεργάτης του περιοδικού. Προώθησε την άποψη ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδυνάμωναν την εργατική τάξη, ασκούσε δριμεία επίθεση στο φιλελευθερισμό και ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να δυσφημεί την αντιπροσωπευτική μορφή κυβέρνησης1 Πίστευε ότι οι μοναρχικοί και η θρησκευτική δεξιά ήταν καλύτερο να αντιμετωπίζονται με την άμεση δράση και τον ταξικό πόλεμο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συμπαθούσε το αναπτυσσόμενο συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά θα ήταν εσφαλμένο να πούμε ότι ήταν συνδικαλιστής. Όμως, το 1908, η συνδικαλιστική τάση του Σοσιαλιστικού Κόμματος εκδιώχθηκε από τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές. Ο Μουσολίνι και κάποιοι άλλοι φιλοσυνδικαλιστές κατάφεραν να αποφύγουν την εκδίωξη τους από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το 1912 είχαν αποκτήσει αρκετή δύναμη για να πάρουν στα χέρια τους το Κόμμα από τη μετριοπαθή τάση.
Πριν προχωρήσουμε, ίσως είναι απαραίτητο να προσδιορίσουμε τον όρο συνδικαλισμός. Σε γενικές γραμμές, είναι μια μορφή ριζοσπαστικού τρεϊντγιουνιονισμού, που επιδιώκει να αντικαταστήσει τον καπιταλισμό και το Κράτος με τον έλεγχο των εργατών μέσω της δομής των τοπικών δημοκρατικών συνδικάτων και άλλων εθελοντικών ενώσεων. Οι βασικές ιδέες του συνδικαλισμού είχαν τις ρίζες τους στον αναρχισμό, ειδικά σε στοχαστές όπως ο Προυντόν και ο Μπακούνιν, αλλά η ιδέα του συνδικαλισμού καρποφόρησε κατά τη δεκαετία του 1890 με τον Φερδινάνδο Πελουτιέ. Πρόκειται για τον αναρχοσυνδικαλισμό. Ορισμένοι μαρξιστές επηρεάστηκαν από τη δράση των αναρχοσυνδικαλιστών και διαμόρφωσαν μια ξεχωριστή μαρξιστική τάση του συνδικαλισμού. Είναι από το μαρξιστικό συνδικαλισμό, και όχι από τον αναρχοσυνδικαλισμό, που αναπτύσσεται ο φασιστικός συνδικαλισμός.
Όλη αυτή την περίοδο, ο Μουσολίνι ασχολούνταν πολύ με τον επαναστατικό αναρχισμό. Διάβαζε όλα τα αναρχικά περιοδικά και μετέφρασε στην ιταλική γλώσσα το έργο του Κροπότκιν Αναμνήσεις Ενός Επαναστάτη. Αργότερα, μετέφρασε τα έργα του Ρεκλύ Ο Άνθρωπος και η Γη και του Κροπότκιν Η Γαλλική Επανάσταση. Αντιπαθούσε το μετριοπαθή αναρχισμό γράφοντας στην αναρχική εφημερίδα Ελεύθερη Σελίδα ότι: ο αναρχισμός που υιοθετείται από τις μάζες χάνει το μεγαλείο του, τον ηρωισμό του, επειδή οι μάζες είναι άνανδρες … μόνον οι μεγαλειώδεις βίαιοι άνθρωποι, που ζουν πέραν του καλού και του κακού, μπορεί να αποκαλούνται αναρχικοί1 Αυτό δε σημαίνει ότι ήταν αναρχικός και ποτέ δεν αυτοπροσδιορίστηκε ως τέτοιος, απλά θαύμαζε το θάρρος, τη βία και τον εξτρεμισμό των ακραίων αναρχικών. Ο Μουσολίνι, επίσης, εξυμνούσε τις δήθεν αρετές των συνωμοτών Μπαμπέφ και Μπλανκί. Ο πυρήνας της πολιτικής φιλοσοφίας του και ένα σταθερό χαρακτηριστικό και της σοσιαλιστικής και της φασιστικής σταδιοδρομίας του είναι η πίστη του στην αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα της βίας ως μέσου για την κοινωνική αλλαγή12
Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα της εξύμνησης της βίας από τον Μουσολίνι. Υποστήριζε την προπαγάνδα με τη δράση και τους οπαδούς της και έγραψε ότι η απαλλοτρίωση θα συνοδευτεί για μια κατά το μάλλον ή ήττον μακρά περίοδο από βίαιες ενέργειες.13 Ο Μουσολίνι επιδοκίμασε τη βόμβα στο ^Ιοη ΤΗεαΐΓε του Μπουένος Άιρες το 1910, σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα Ταξική Πάλη και υποστήριξε επίσης τους αποκαλούμενους αναρχικούς της υπόθεσης . Η συμπάθειά του προς τη βία δεν ήταν απλώς φιλολογική. Το 1909, αναμίχθηκε σε ένα σχέδιο ανατίναξης ενός αστυνομικού σταθμού στο Τρέντο.14
Μπορούμε να καταλάβουμε το μελλοντικό φασισμό του από τα πρώιμα γραπτά του. Το νέο σοσιαλιστικό σύστημα θα πραγματωνόταν μόνο μέσα από το θρυμματισμό της παλιάς κοινωνίας … Μόνο διαμέσου του θανάτου, η ανθρωπότητα θα φτάσει στις κορυφές του ιδεώδους15 Έβλεπε το σοσιαλισμό ως τη σημαντικότερη πράξη άρνησης και καταστροφής μέσα στην ιστορία και πίστευε ότι ο σοσιαλισμός είναι πολεμικός.16 Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Μουσολίνι δεν ήταν καθόλου ένας κακοποιός ή ένας αμαθής δημαγωγός αλλά ένας μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος. (Οι εργάτες τον αποκαλούσαν καθηγητά Μουσολίνι) Ήταν ένας παμφάγος αναγνώστης, έγραφε ποίηση και νουβέλες εξ ίσου καλά με τη γόνιμη δημοσιογραφία του και ακόμα έβρισκε χρόνο για να παίζει βιολί. (Μάλλον, έπαιζε καλά) Δεν ήταν ποτέ καριερίστας ούτε έδειξε ποτέ κάποιο σημάδι εξαγοράς ζώντας σαν φτωχός εργάτης και ξοδεύοντας τα περισσότερα χρήματά του στα βιβλία.17
Ο κοινωνιολόγος Βιλφρέντο Παρέτο ήταν πολύ αγαπητός στους συνδικαλιστές για τις κριτικές του εναντίον του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και του μετριοπαθούς σοσιαλισμού. Το ίδιο αγαπητός ήταν και στον Μουσολίνι, μέχρι το σημείο να παρακολουθεί τις διαλέξεις του. Μια πλευρά της σκέψης του Παρέτο, που άρεσε ιδιαίτερα στο μελλοντικό Ντούτσε, ήταν η άποψή του για τις ελίτ. Ο Παρέτο πίστευε ότι η καπιταλιστική τάξη ήταν τελειωμένη ιστορικά και ότι επρόκειτο να αντικατασταθεί από μια καινούργια ελίτ προερχόμενη από το προλεταριάτο. Ο Μουσολίνι προσέδωσε σε αυτή την άποψη του Παρέτο τη σημασία ότι η νέα κοινωνική ελίτ είναι ήδη τώρα συγκροτημένη μέσα στα συνδικάτα … τον πυρήνα της μελλοντικής οικονομικής οργάνωσης πάνω σε μια κομμουνιστική βάση … 18 Αυτή η άποψη, μεταφρασμένη μέσα στο περιβάλλον του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σήμαινε ότι το κόμμα αποτελούσε μια επαναστατική ελίτ και ότι η διαρκής προπαγάνδα και δράση ήταν απαραίτητη για να διατηρείται η ελίτ σε αγωνιστική ετοιμότητα. Ποτέ δε μιλούσε για τις “μάζες”, μόνο για τη μειονότητα, πιστεύοντας ότι οι μάζες είναι συνώνυμο της μετριότητας και της αδράνειας. Στις μάζες αποδιδόταν ένας παθητικός ρόλος με το να υποστηρίζουν τη νέα σοσιαλιστική ελίτ στον αγώνα της κατά της μπουρζουαζίας. Ήταν ένας φανατικός μπλανκιστής … ένας πνευματικός αδερφός του Λένιν.19 Εδώ, σταματάμε την εξέταση του σοσιαλιστή πρωτο-φασίστα Μουσολίνι και περνάμε στην εξέταση μιας άλλης τάσης που συντέλεσε στην άνοδο του φασισμού.
Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
Ανεξάρτητα από τον Μουσολίνι και την τάση του, οι μαρξιστές συνδικαλιστές συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη του φασισμού. Αυτοί οι πρωτο-φασίστες συνδικαλιστές δεν ήταν ποτέ μουσολινικοί ούτε και δεξιοί εθνικιστές, αλλά ανέπτυξαν ένα δικό τους αριστερό κορπορατισμό ή εθνικό συνδικαλισμό. Η κατεύθυνση που έδωσε ο Μουσολίνι στο φασιστικό καθεστώς ήταν διστακτική και αβέβαιη σε μεγάλο βαθμό. Ήταν μόνον εξαιτίας τού ότι οι συνδικαλιστές … προετοίμασαν το έδαφος και συνέχισαν να επιμένουν στην ιδέα τους για το φασισμό που το καθεστώς άρχισε να κινείται προς τον ολοκληρωτικό κορπορατισμό.20
Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν ο Σέρτζιο Πανού- ντσιο, ο Ολιβέτι, ο Ροσόνι, ο Οράνο και ο Λαντσίλο. (Ο Ολιβέτι και ο Πανούντσιο επηρέασαν τον Μουσολίνι τα χρόνια 1904-1908) Να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι συνδικαλιστές οργανωτές της εργατικής τάξης έγιναν φασίστες2
Τη μεγαλύτερη επίδραση στην ανάπτυξη του φασιστικού συνδικαλισμού άσκησε ο Σέρτζιο Πανούντσιο. Μετά την Πορεία προς τη Ρώμη, έγινε μέλος του Φασιστικού Συμβουλίου των Αντιπροσώπων, διευθυντής του Κόμματος και επικεφαλής του Συμβουλίου των Συντεχνιών. (Επρόκειτο για πολύ σημαντικές θέσεις) Ο Ολιβέτι, ο εκδότης της Ελεύθερης Σελίδας, έγινε επίσης μέλος του Συμβουλίου των Συντεχνιών. Ο Ροσόνι ήταν επικεφαλής της Φασιστικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας από το 1922 μέχρι το 1928. Πρέπει με σαφήνεια να αναφέρουμε ότι πριν από το 1914 όλοι αυτοί ήταν ενεργοί συνδικαλιστές.
Ο ιταλικός συνδικαλισμός αναπτύχθηκε διαφορετικά από το γαλλικό. Ο τελευταίος υπήρξε η φυσική ανάπτυξη μιας σύνθεσης ενός προϋπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος και του αναρχισμού (και ώς ένα βαθμό, του μαρξισμού και του μπλανκισμού). Ο ιταλικός συνδικαλισμός είχε τις ρίζες του σε μια αντιμεταρρυθμιστική τάση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που συγκροτήθηκε το 1902 από τον Λαμπριόλα και τον Μόκι. Ήταν, από θεωρητικής απόψεως, μαρξιστικός και όχι αναρχικός. Η συνδικαλιστική τάση κέρδισε οπαδούς, αλλά οι μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές είχαν μεγάλη δύναμη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα των συνδικαλιστών ήταν η επιτυχία των μεταρρυθμιστών σοσιαλιστών στο βιομηχανικό Βορρά. Οι συνδικαλιστές έτειναν να περιοριστούν στον υποανάπτυκτο Νότο. Αυτή η κατάσταση ήταν θλιβερή για ένα υποτιθέμενο προλεταριακό κίνημα.22 Οι συνδικαλιστές παρέμειναν ορθόδοξοι μαρξιστές, αλλά οι θεωρητικές δυσκολίες και η αποτυχία να κερδίσουν οπαδούς μεταξύ των βιομηχανικών εργατών στο Βορρά τούς ώθησε να αρχίσουν τις αμφισβητήσεις.23
Ο Αρτούρο Λαμπριόλα είχε ήδη γράψει ότι η οικονομία δεν ακολουθούσε τις προφητείες του Μαρξ. Αρνούνταν ότι ο καπιταλισμός θα κατέρρεε. Όπως ο Λένιν, έδωσε την έμφαση στο βολονταρισμό. Το πρόβλημα ήταν, δεδομένου του δόγματος του οικονομικού ντετερμινισμού που ο Λαμπριόλα δεν το απέρριπτε εν όλω, γιατί το προλεταριάτο δεν επαναστατεί ποτέ σε μια αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία; Ο Παρέτο παρέσχε μία γρήγορη απάντηση. Η νέα προλεταριακή ελίτ, δηλαδή οι μαχητικοί συνδικαλιστές, θα αντικαθιστούσε την παλιά μπουρζουαζία.24 Καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι διαψευσμένοι συνδικαλιστές γίνονταν όλο και περισσότερο εχθρικοί προς τους μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές. Αυτό τους οδήγησε στην αντιμετώπιση του Σοσιαλιστικού Κόμματος ως του μεγαλύτερου εχθρού της Συνδικαλιστικής Επανάστα- σης.25 Ο Πανούντσιο, το 1906, επαναλαμβάνοντας εν αγνοία του τον Λένιν, δήλωνε ότι οι εργάτες δεν ήταν εγγενώς επαναστάτες και έπρεπε να γίνουν με την ένταξή τους σε μια επαναστατική οργάνωση, όπως ήταν τα συνδικάτα.
Η σχέση των Ιταλών συνδικαλιστών με τον αναρχισμό αξίζει να αναφερθεί πάλι σε αυτό το σημείο. Οι Ιταλοί συνδικαλιστές απέρριπταν τον αναρχισμό. Και αυτό διότι ο ιταλικός αναρχισμός εξήρε ακόμη την αρχαϊκή και αυτοαπαρνητική ιδέα του εξεγερτισμού. Ο Πανούντσιο, θέτοντας απέναντί του έναν πλασματικό αντίπαλο, κατήγγειλε επίσης τις αναρχικές ενώσεις ως “ατομικιστικές” προτιμώντας τις ισχυρές εργατικές οργανώσεις τις θεμελιωμένες σε μια “οργανικά θεσμική” βάση και όχι σε ένα φυσικό συμβόλαιο. Και ενώ ήταν αντικρατιστές στα λόγια, οι συνδικαλιστές δεν ήταν καθόλου αντιεξουσιαστές.26 Τα άτομα που έγιναν συνδικαλιστές και αριστεροί φασίστες είχαν κοινές προσωπικές αξίες και ανάγκες, που δεν εκπήγαζαν απευθείας από την κοινωνι- κο-οικονομική τους κατάσταση … Οι συνδικαλιστές ήταν γενικά άνθρωποι χαμηλής ανεκτικότητας απέναντι στην αμφιλογία και τη διαμάχη …. και επίσης απέναντι στην επιπολαιότητα, με μια τάση προς τη ρητορική, την αφαίρεση και την υπερβολή ,.22 Με άλλα λόγια, ήταν αυταρχικές προσωπικότητες.
Από το 1905 έως το 1908, οι συνδικαλιστές αποχώρησαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ηττήθηκαν μέσα στα συνδικάτα. Έγιναν μια μικρή μειονότητα μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι σημαντικές απεργίες των ετών 1907-8, που καθοδηγήθηκαν από αυτούς, ηττήθηκαν. Οι συνδικαλιστές ηγέτες άρχισαν να απορρίπτουν την ιδέα της επαναστατικής αποκάλυψης καθώς και την ιδέα μιας επανάστασης μέσω της γενικής απεργίας. Αισθάνονταν ότι οι εργάτες χρειάζονταν μια μακρά περίοδο προετοιμασίας πριν από την έναρξη της Συνδικαλιστικής Επανάστασης.28 Η αποτυχία του μαρξιστικού δόγματος γινόταν όλο και πιο εμφανής. Άρχισαν να βλέπουν ότι τα προβλήματα της Ιταλίας δεν ανάγονταν στον καπιταλισμό, αλλά στο ότι η Ιταλία δεν ήταν αρκετά καπιταλιστική. Η Ιταλία ήταν οικονομικά υποανάπτυκτη, και η κύρια αιτία αυτής της κατάστασης αποδιδόταν στο ιταλικό κράτος, που ήταν παρασιτικό και καταστροφικό απέναντι στην υγιή καπιταλιστική οικονομία. Έτσι, τα προβλήματα της Ιταλίας προσλάμβαναν μια ιδιαιτερότητα και δεν εξηγούνταν με μια σαρωτική μαρξιστική γενίκευση ή με έναν άκομψο οικονομικό αναγωγισμό.29 Μία από τις μείζονες αιτίες του φασισμού ήταν η αποτυχία της μαρξιστικής ιδεολογίας να περιγράψει τον πραγματικό κόσμο. Οι συνδικαλιστές υιοθέτησαν την ιδέα της ανάγκης για μία επαναστατική ελίτ και για μία εθνική επανάσταση. Αλλά υπήρχε κάτι για το οποίο δε μετέβαλαν τη θέση τους ακόμα και ως φασίστες: η επιθυμία τους για μία οικονομία βασισμένη στα συνδικάτα.
Το 1912, οι επαναστάτες συνδικαλιστές ενώθηκαν για να δημιουργήσουν τη Συνδικαλιστική Ένωση Ιταλίας ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με τα μεταρρυθμιστικά συνδικάτα. Η υδΐ είχε περίπου 100.000 μέλη, αλλά αποτελούσαν μόνον το 25% των μελών των αντίπαλων μεταρρυθμιστικών συνδικάτων. Η υδΐ καθοδήγησε διάφορες αποτυχημένες απεργίες στο Βορρά. Αυτές οι αποτυχίες καθώς και το δόγμα τής μαχητικότητας ανεξαρτήτως καταστάσεων οδήγησαν στη δυσφήμησή της ανάμεσα στους εργάτες.30 Οι συνδικαλιστές ηγέτες απογοητεύονταν όλο και περισσότερο από την εργατική τάξη. Υπήρξε μία έκκληση για τη δημιουργία ενός Συνδικαλιστικού Κόμματος, που θα περιελάμβανε μη-συνδικαλιστές επαναστάτες. Οι συνδικαλιστές προχώρησαν σε μία τακτική συμμαχία με την ομάδα του Μουσολίνι το 1912, που βοήθησε τον δεύτερο να πάρει τον έλεγχο του Σοσιαλιστικού Κόμματος από τους Μεταρρυθμιστές. Το ίδιο χρονικό διάστημα, κάποιοι συνδικαλιστές βρήκαν επίσης μια συγγένεια με τους δεξιούς εθνικιστές. Κάτι παρόμοιο με τους ηγέτες της γαλλικής ΑΟΤ, που συμμάχησαν με τη Βασιλική (και πρωτο-φασιστική) Γαλλική Δράση.31 Ήταν εκφράσεις της ίδιας ψυχολογίας 32 Αμφότεροι μισούσαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία και το φιλελευθερισμό, αμφότεροι συμμερίζονταν μια ελιτίστικη προοπτική και μια λατρεία της δράσης και της βίας.
Τότε, προέκυψε το ζήτημα του πολέμου. Ο Μουσολίνι και οι συνδικαλιστές ήταν αντίθετοι στο μιλιταρισμό. Ο Ντούτσε ήταν ακόμα πιο εξτρεμιστής από τους κοινούς σοσιαλιστές πάνω στο ζήτημα του πολέμου υιοθετώντας τη θέση του Ερβέ υπέρ της λιποταξίας ως μιας αντιμιλιταριστικής τακτικής. (Ο Γουσταύος Ερβέ ήταν ένας επαναστάτης σοσιαλιστής και ένας φλογερός αντιμιλιταριστής. Και αυτός επίσης έγινε αργότερα φασίστας) Ωστόσο, από το 1908, ο Πανούντσιο -και πάλι όπως ο Λένιν- άρχισε να βλέπει μια θετική επαναστατική δυνατότητα στον πόλεμο. Πίστευε ότι ένας πλατιά διαδεδομένος πόλεμος θα επέτρεπε στην καινούργια προλεταριακή ελίτ να καταλάβει την εξουσία. Οι εργάτες θα έπαιρναν μέρος στις πολεμικές μάχες και έτσι θα ήταν σε καλή κατάσταση για την επανάσταση. Έτσι, το 1911, ο Πανούντσιο, ο Λαμπριόλα, ο Ολιβέτι και ο Πάολο υποστήριξαν τον πόλεμο της Ιταλίας εναντίον της Τουρκίας που ξέσπασε στη Λιβύη.33
Έτσι, όταν ο παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε τον Αύγουστο του 1914, οι συνδικαλιστές ηγέτες τοποθετήθηκαν γρήγορα υπέρ της συμμετοχής.34 Η διάλυση της υποτιθέμενης αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών των εμπόλεμων χωρών οδήγησε επίσης τους συνδικαλιστές στο ερώτημα του γιατί είχε συμβεί αυτό. Η απάντηση που έδωσαν ήταν ότι αυτή η αλληλεγγύη ήταν μια ψευδαίσθηση. Ο Πανούντσιο σκέφτηκε ότι ο πόλεμος θα προκαλούσε την πολυαναμενόμενη Επανάσταση. Συνδικαλιστές και σοσιαλιστές που ήταν υπέρ της συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο αυτοοργανώθηκαν στην Επαναστατική Ομάδα Διεθνιστικής Δράσης . Αυτές οι ομάδες δημιουργήθηκαν αρχικά για να προστατεύσουν την εφημερίδα Ο Λαός τη σοσιαλιστική εφημερίδα του Μουσολίνι που υποστήριζε τη συμμετοχή στον πόλεμο από τις επιθέσεις των αντιπολεμικών σοσιαλιστών.35 Κάποια μέλη αυτής της Fascio ήταν μη σοσιαλιστές εθνικιστές. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι Fascio σημαίνει απλώς “ομάδα δράσης” και, εκείνη την εποχή, σοσιαλιστές, αναρχικοί και άλλες ιδεολογικές ομάδες είχαν τις δικές τους Fascio. (Κάποιες από τις πρώτες Fascio του τέλους του 19ου αιώνα ήταν ομάδες συγγένειας των εξεγερτιστών αναρχικών)
Η διάλυση της διεθνούς αλληλεγγύης οδήγησε τους συνδικαλιστές σε περαιτέρω αμφισβήτηση που αφορούσε τη μαρξιστική ορθοδοξία. Μετέβαλαν την άποψή τους περί του ότι το πρόβλημα της Ιταλίας ήταν απλώς η ιδιαιτερότητά της θεωρώντας τώρα ότι η Ιταλία έπρεπε “να βαδίσει μόνη της”, εάν επρόκειτο να πραγματοποιήσει μια συνδικαλιστική επανάσταση.36 Έχοντας συνείδηση του υποανάπτυκτου χαρακτήρα της ιταλικής οικονομίας, έβλεπαν την ανάγκη να χτιστεί μια οικονομική βάση για το σοσιαλισμό. Κάθε προλεταριάτο έπρεπε να δημιουργήσει το σοσιαλισμό με το δικό του τρόπο, μέσα στην εθνική κοινότητά του … Ο σοσιαλισμός έπρεπε να είναι εθνική υπόθεση31 Ενώ, για τους μαρξιστές, η “κοινωνία” ήταν μια αφηρημένη έννοια, οι πρωτο-φασίστες συγκεκριμενοποίησαν την κοινωνία ως Έθνος. Όπως δήλωσε ο Πανούντσιο, το Έθνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συγκεκριμένη κοινότητα, μια οργανική, χειροπιαστή, ιστορική μορφή τής κοινωνίας.38 Για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ακόμα και ως φασίστες αυτοί οι συνδικαλιστές διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό το διεθνιστικό αίσθημα επιθυμώντας μία διεθνή αρμονία και μία Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία. Ο Πανούντσιο επιθυμούσε ένα ελεύθερο εμπόριο και δεν έβρισκε καμιά ασυμβατότητα μεταξύ της άποψής του για τον εθνικισμό και το διεθνισμό.39
Οι εργάτες είχαν διαφορετική άποψη. Χωρίς να επηρεάζονται από ιδεολογικές αφαιρέσεις και γνωρίζοντας ότι θα γίνονταν τροφή για τα κανόνια, δεν υποστήριξαν την πολεμική προσπάθεια. Η πλειοψηφία των μελών της υδΐ αρνήθηκε να υποστηρίξει την ηγεσία. Η ομοσπονδία διασπάστηκε και η τάση των υποστηρικτών της συμμετοχής στον πόλεμο πήρε με το μέρος της μόνο μια μικρή μειοψηφία των συνδικάτων. Το μόνο άτομο που πείστηκε από τους συνδικαλιστές- υποστηρικτές της συμμετοχής στον πόλεμο ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι, που έκανε στροφή 180ο (όχι την τελευταία!) και το Νοέμβριο του 1914 τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο. Υπήρξαν ακόμα κάποιες επαφές μεταξύ των σοσιαλιστών που ήταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο και των εθνικιστών, αλλά οι δύο ομάδες έβλεπαν καχύποπτα η μία την άλλη, αφού οι πρώτοι υποστήριζαν συγχρόνως την προλεταριακή επανάσταση εν αντιθέσει με τους δεύτερους.
Μετά την ιταλική συμμετοχή στον πόλεμο, πολλοί στρατιώτες άρχισαν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως επαναστάτες και αναζητούσαν συμμάχους. Η αντιπολεμική πλειονότητα των σοσιαλιστών αρνήθηκε τη συνεργασία με τους στρατιώτες, και τότε αυτοί στράφηκαν προς την αριστερά (πρωτο- φασίστες) που ήταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο. Περίπου την ίδια περίοδο, ο Αλφρέντο Ρόκο, ένας αριστερός μέλος του Εθνικιστικού Κόμματος, πρότεινε μια μορφή Εθνικού Σοσιαλισμού, και έτσι ήρθαν πιο κοντά οι εθνικιστές με τους πρωτο-φασίστες συνδικαλιστές και σοσιαλιστές. Παρά ταύτα, δεν μπορούμε αυτή την περίοδο να θεωρήσουμε τους συνδικαλιστές-υποστηρικτές του πολέμου ως φασίστες – τουλάχιστον με τη σημασία του όρου μετά το 1922. Αυτοί τότε ονομάζονταν νεο-συνδικαλιστές.
Ο ΝΕΟ-ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
Η μπολσεβίκικη επανάσταση άσκησε μια αρνητική επίδραση στην ομάδα των νεο-συνδικαλιστών. Ήταν το είδος της επανάστασης για το οποίο οι συνδικαλιστές είχαν προειδοποιήσει – μία καρικατούρα του σοσιαλισμού που έγινε από ένα αστικό κόμμα σε μια άκρως υποανάπτυκτη χώρα. Φοβήθηκαν επίσης ότι η εφαρμογή του μπολσεβίκικου μοντέλου στην Ιταλία θα οδηγούσε σε καταστροφή. 40 Η μπολσεβίκικη επανάσταση έδειξε επίσης ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε με απλό τρόπο και αβασάνιστα να ανατραπεί και ότι έπρεπε να αναπτυχθεί πλήρως πριν καταστεί δυνατός ο σοσιαλισμός.
Ήταν αυτή ακριβώς τη χρονική στιγμή που οι νεο- συνδικαλιστές, οδηγούμενοι από τη συνείδηση που είχαν της υποανάπτυκτης ιταλικής οικονομίας, άρχισαν να διακρίνουν μεταξύ δύο διαφορετικών τύπων καπιταλισμού. Ο ένας τύπος ήταν ακριβώς αυτός από τον οποίον υπέφερε η Ιταλία, δηλαδή ο δημιουργημένος από το Κράτος παρασιτισμός, ο άλλος ήταν η προώθηση του εκβιομηχανισμού. Ο πρώτος ήταν αντιδραστικός και ο δεύτερος προοδευτικός. Ο Πανούντσιο, γράφοντας το 1917, δήλωσε ότι ο σοσιαλισμός έχει χρεωκοπήσει και, εάν επρόκειτο να έχει κάποιο μέλλον, χρειαζόταν μια νέα θεωρία που να μην είναι ντετερμινιστική ούτε να βασίζεται μόνο στο προλεταριάτο, αλλά να είναι όντως ρεαλιστική. Ένα χρόνο αργότερα, επαναπροσδιόρισε το συνδικαλισμό. Το ιταλικό πολιτικό σύστημα έπρεπε να αντικατασταθεί από ένα σύστημα βασισμένο στα συνδικάτα ριζωμένα στην οικονομική λειτουργία τους. Ο ρόλος αυτών των συνδικάτων θα ήταν σε μεγάλο βαθμό πολιτικός, και όχι οικονομικός όπως στο παρελθόν. Η συμμετοχή σε αυτά έπρεπε να είναι υποχρεωτική.41 Το 1918, δημιουργήθηκε μια καινούργια συνδικαλιστική ομοσπονδία σε αντίθεση με την αναρχοσυνδικαλιστική, που ονομάστηκε Ιταλική Ένωση Εργασίας ήταν νεο- συνδικαλιστική και το 1921 υιοθέτησε μια πλατφόρμα, γραμμένη από τον Ολιβέτι, που υποστήριζε εμφατικά τη σκέψη του Πανούντσιο, όπως αυτή εκτέθηκε προηγουμένως.
Οι πρώτες εργοστασιακές καταλήψεις οργανώθηκαν από την υΐΕ στο Μπέργκαμο το Μάρτιο του 1919. Ο Μουσολίνι επισκέφθηκε τα εργοστάσια και επαίνεσε τους εργάτες για τη ριζοσπαστική δράση τους. 42 Ο Μουσολίνι και η ομάδα του επηρεάστηκαν από τους νεο-συνδικαλιστές, που συνέβαλαν στο να καλυφθεί το ιδεολογικό κενό που υπήρχε μεταξύ των μελών των Fascio (των Ομάδων Μάχης) του Μουσολίνι. Ωστόσο, δεν εντάχθηκαν όλα τα μέλη της υΐΕ στο φασιστικό κίνημα. Το 1922, η υΐΕ διασπάστηκε σε σχέση με το ζήτημα της σύνδεσης με τους φασίστες. Έτσι, δημιουργήθηκε η Φασιστική Γενική Συνομοσπονδία των Εθνικών Συνδικάτων στη θέση της υΐΕ. Είχε 458.000 μέλη και περισσότερα από τα μισά ήταν εργάτες γης.
ΟΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΕΣ
Όπως οι νεο-συνδικαλιστές έγιναν φασίστες, έτσι υπήρχε και μια ομάδα νέων που επηρέαστηκε από τον Πανούντσιο και τον Ολιβέτι. Αυτοί ήταν οι “Νεότουρκοι” . Ο Ντίνο Γκράντι, ο Γκιουζέπι Μποτάι, ο Αουγκούστο Τουράτι, ο Ίταλο Μπαλμπόα και ο Κούρτσιο Σούκερτ εξελίχθηκαν σε σημαίνουσες προσωπικότητες του φασισμού προς το τέλος της δεκαετίας του 1930. Αυτοί μπορούν να θεωρηθούν φασίστες συνδικαλιστές. Ο Γκράντι ήταν συνδικαλιστής, όταν ακόμη ήταν φοιτητής, πριν από τον πόλεμο, ο Τουράτι έγινε οργανωτής των φασιστικών συνδικάτων, ο Μποτάι ανέπτυξε μια ιδέα για τον κορπορατισμό σχεδόν όμοια με το νεο-συνδικαλισμό, που υποστήριζε ότι αποτελούσε την αληθινή ουσία του φασισμού. Ο Σούκερτ θεωρούσε το φασισμό ως τον κληρονόμο του σοσιαλισμού και τον Πανούντσιο ως το σημαντικότερο θεωρητικό του. Ο Ίταλο Μπαλμπόα, ο περίφημος αεροπόρος, ήταν ένας νεαρός συνδικαλιστής πριν από τον πόλεμο και ήθελε να δημιουργήσει ένα Εθνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα για να αντικαταστήσει τα σοσιαλιστικά συνδικάτα, στη συντριβή των οποίων συνέβαλε αργότερα.
Το πρόγραμμα των Fascio του Μαρτίου του 1919, επηρεασμένο από αυτούς τους αγωνιστές, προωθούσε την εργάσιμη ημέρα των 8 ωρών, τον εργατικό έλεγχο, τη σύνταξη στα 55, την ψήφο των γυναικών και την προοδευτική φορολογία τού εισοδήματος.43 Ο Μουσολίνι δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος με αυτό το πρόγραμμα, που το έβλεπε πολύ περιορισμένο. Ως τέλειος οπορτουνιστής σαν τον Λένιν -υπό την έννοια ότι εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία- τόνιζε περισσότερο τη “δράση” παρά κάποια συγκεκριμένα αιτήματα. Έτσι, θα ήταν ελεύθερος να κάνει οτιδήποτε ήταν αναγκαίο για την κατάληψη της εξουσίας, είτε αυτό οδηγούσε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά. Η πρώτη προσπάθειά του ήταν να διασπάσει τους σοσιαλιστές και να δημιουργήσει ένα καινούργιο κόμμα με όσους θα τον ακολουθούσαν. Αργότερα, θα ενωνόταν με τους εθνικιστές για να συντρίψει τους σοσιαλιστές.
Η ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Η σύγκρουση των φασιστών με τους σοσιαλιστές ήταν βασικά μια σύγκρουση δύο διαφορετικών θέσεων για την επα- νάσταση.4 Η σοσιαλιστική θέση -επηρεασμένη από τον μπολσεβικισμό- ήταν εντελώς ακατάλληλη για την κατάσταση της Ιταλίας. Ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν το μεγαλύτερο κόμμα του κοινοβουλίου το 1919, αρνείτο να συνεργαστεί με το Καθολικό Λαϊκό Κόμμα ή με τους Φιλελευθέρους και να προωθήσει κάποιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, από τη στιγμή που οι μπολσεβίκοι επηρέαζαν τους σοσιαλιστές να επιδιώκουν την καταστροφή της “αστικής δημοκρατίας”. Από την άλλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είχε καμιά ιδέα για τη συγκεκριμένη προώθηση μιας ιταλικής επανάστασης. Έτσι, οι σοσιαλιστές ήταν διστακτικοί καταλήγοντας να είναι άλλοτε μεταρρυθμιστές και άλλοτε επανα- στάτες.45 Εν τω μεταξύ, το (Εμπρός), η καθημερινή εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, επαναλάμβανε συχνά ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα έκανε στην Ιταλία ό,τι έκαναν οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία, υποστήριζε την κατάργηση των άλλων κομμάτων και επετίθετο στους στρατιώτες που είχαν επιστρέψει από τον πόλεμο. 46 Αυτό τρόμαζε τη μεσαία τάξη. Έτσι, όσοι απομακρύνθηκαν από τους σοσιαλιστές, μολονότι επιθυμούσαν μια ριζική αλλαγή, αναζητούσαν μια άλλη λύση. Η εναλλακτική αυτή λύση ήταν οι επηρεασμένοι από τους νεο-συνδικαλιστές φασίστες.
Ενώ οι εθνικιστές και οι αντιδραστικοί ιδιοκτήτες γης σκαρφάλωσαν στο φασιστικό νικηφόρο άρμα, ο φασισμός αυτός καθεαυτόν δεν ήταν αντιεργατικός, όπως έχουμε αναπτύξει. Το αρχικό κίνημα (που κατέστρεψε το Σοσιαλιστικό Κόμμα) ήταν τοπικά ελεγχόμενο και τοπικά χρηματοδοτούμενο από τους ιδιοκτήτες γης, αλλά δεν ήταν αντανάκλαση των ταξικών συμφερόντων τους, αφού πολλοί από τους νέους επαρχιακούς ηγέτες ήταν συνδικαλιστές … Σε 5 επαρχίες … οι οργανωμένες φασιστικές ομάδες κινήθηκαν εναντίον των δύστροπων εργοδοτών, που αρνούνταν να τηρήσουν τις συμφωνίες για τις ώρες εργασίας και τους μισθούς4
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν ένα εμπόδιο στην ιταλική επανάσταση και έπρεπε να καταστραφεί. Και είναι ακριβώς αυτό που τα ένοπλα Fascio άρχισαν να κάνουν. Επιπλέον, το σοσιαλιστικό αγροτικό πρόγραμμα και οι ενώσεις του έτειναν να υποστηρίζουν τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Η εθνικοποίηση της γης απειλούσε τους χωρικούς και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί πίεζαν τους μικροϊδιοκτήτες γης να παίρνουν μέρος στις απεργίες, είτε συμφωνούσαν είτε όχι. Οι διαμάχες μέσα στην Ομοσπονδία των Εργατών Γης επέτρεψαν στους φασίστες να αναπτυχθούν. Οι φασίστες προέβαλαν το σύνθημα “Η γη σε αυτούς που την καλλιεργούν!” ως απάντηση στη σοσιαλιστική εθνικοποίηση της γης. Έτσι, οι αγροτικές ενώσεις στράφηκαν μαζικά προς τα φασιστικά συνδικάτα … οι συνεταιρισμοί ακολούθησαν … ενώ φορτηγά γεμάτα Μελανοχίτωνες διέλυαν βιαίως τις τοπικές σοσιαλιστικές διοικήσεις.48
Ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν εχθρός, οι σοσιαλιστές ως άτομα δεν ήταν. Ο Μουσολίνι προσπάθησε να διασπάσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα και να απομακρύνει τη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (την ελεγχόμενη από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και μεγαλύτερη συνδικαλιστική συνομοσπονδία της Ιταλίας) από το πατρικό κόμμα της. Ο στόχος του ήταν να διαχωρίσει τις διάφορες ομάδες του Σοσιαλιστικού Κόμματος και να τις ενώσει σε ένα νέο Εργατικό Κόμμα – ένα κόμμα Εθνικό Συνδικαλιστικό στον προσανατολισμό του. Αλλά οι φασίστες δεν πέτυχαν σε αυτή την προσπάθειά τους. Ο Μουσολίνι εκείνη τη χρονική στιγμή είχε ελάχιστο έλεγχο στα απλά μέλη και οι επιθέσεις του εναντίον των σοσιαλιστικών συνδικάτων έτειναν να τον αποξενώνουν από τη δημόσια γνώμη. Προκειμένου να κάνει την επανάστασή του, ο Μουσολίνι έπρεπε να ενωθεί με τους Εθνικιστές και να καταπνίξει τους δικούς του αγωνιστές. Δεν το πέτυχε, καθώς οι φασίστες αγωνιστές εξεγέρθηκαν και σχεδόν διέλυσαν την οργάνωση. Έτσι, το Φασιστικό Κίνημα μετατράπηκε σε Κόμμα και το σοσιαλιστικό πρόγραμμα του 1919 εγκαταλείφθηκε για χάρη του “ολοκληρωτικού εθνικισμού”, προς κατευνασμό των Εθνικιστών.
Κατά συνέπεια, το Φασιστικό Κόμμα γεννήθηκε σχιζοφρενικά, με τα μισά μέλη να είναι δεξιοί Εθνικιστές και τα άλλα μισά να είναι αριστεροί Εθνικο-Συνδικαλιστές. Οι δεξιοί Φασίστες πίστευαν ότι η δημοκρατία έδινε στους εργάτες παρά πολύ μεγάλη εξουσία, οι αριστεροί Φασίστες πίστευαν ότι δεν τους έδινε αρκετή. Οι αριστεροί Φασίστες είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των εργαζομένων να μάθουν να λειτουργούν στην κοινωνία και θεωρούσαν ότι το συνδικάτο ήταν το σχολείο για την ανάπτυξη αυτής της ικανότητας. Τα συνδικάτα έπρεπε να αναλάβουν τις λειτουργίες που επιτελούνταν από το Κράτος, και το Κράτος έπρεπε να διαλυθεί μέσα στην οικονομία. Αντίθετα, οι δεξιοί Εθνικιστές, που είχαν ελάχιστες ιδέες, αναζητούσαν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ιταλία, προβλήματα όπως η υποανάπτυξη, η κοινωνική εξατομίκευση και η γραφειοκρατική διαφθορά.49
Οι δεξιοί Εθνικιστές δεν υποστήριζαν καθόλου περισσότερο τον καπιταλισμό από ό,τι οι αριστεροί φασίστες αντίπαλοί τους. Ωστόσο, ο τύπος του κορπορατισμού που υποστήριζαν αρνείτο στους εργάτες την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και προωθούσε μόνον τον εργατικό έλεγχο. Ο καπιταλισμός, όπως και όλα τα άλλα, θα ήταν ελεγχόμενος από το Κράτος λειτουργώντας προς το συμφέρον του Κράτους. Ο δεξιός φασισμός δεν είχε ποτέ την εσωτερική συνοχή ούτε το όραμα που παρότρυνε τους αριστερούς φασίστες. Οι δεξιοί φασίστες ήταν ένα εκλεκτικιστικό μείγμα ατόμων που παρακινούνταν από μια ποικιλία κινήτρων, από εκδίκηση, φόβο, φανατικό εθνικισμό, ρομαντισμό, μηδενιστική δράση για τη δράση, έρωτα της βίας, απληστία και σφοδρή επιθυμία για δύναμη. Οι αριστεροί φασίστες, σε αντίθεση με τους δεξιούς φασίστες, ήθελαν μια γνήσια επανάσταση, μια επανάσταση που εν τέλει θα ενδυνάμωνε την εργατική τάξη – έπειτα από μια σύντομη περίοδο φασιστικής κηδεμονίας. (Είναι αυταπόδεικτο ότι η αριστερή φασιστική ουτοπία είχε απλώς μια πολύ επιφανειακή ομοιότητα με τους αναρχοσυνδικαλιστικούς στόχους και επ’ ουδενί δεν μπορεί να εξισωθούν. Όπως προαναφέραμε, οι αριστεροί φασίστες δεν ήταν επ’ ουδενί αντι- εξουσιαστές)
Ο Μουσολίνι βρισκόταν στη μέση αυτής της αναστάτωσης, μολονότι η καρδιά του συμπαθούσε την αριστερά. Ο παλιός σοσιαλιστής Μουσολίνι ήταν ακόμη πολύ ζωντανός 50 και χρησιμοποιούσε τη μία τάση εναντίον της άλλης διατηρώντας έτσι την εξουσία. Για τον Ντούτσε ήταν μία εκλεκτή εξουσία -που είχε αργήσει πολύ-, και από αυτήν τη στιγμή είχε γίνει άκρως κυνικός απέναντι στον ιταλικό λαό πιστεύοντας πως άξιζε ό,τι πάθαινε. Ο Μουσολίνι πίστευε ότι θα έπρεπε να παρέλθουν κάποιες γενιές έως ότου ο λαός να είναι έτοιμος πνευματικά για ένα συνδικαλιστικό αναρρίπι- σμα. Κατά τρόπον ειρωνικό, ήταν οι αριστεροί φασίστες που ενθάρρυναν τη Λατρεία της Προσωπικότητάς του, σε μια προσπάθεια να τον έχουν διαρκώς στο πλευρό τους.51
Ενώ ο φασισμός ήταν αρκετά ενωμένος για να ανατρέψει το πολιτικό κατεστημένο, δεν ήταν αρκετά συνεκτικός για να εφαρμόσει το Εθνικό Συνδικαλιστικό πρόγραμμα. Δύο αντιτιθέμενες ομάδες μέσα στο ίδιο κόμμα -που σύντομα επρόκειτο να γίνει το μοναδικό νόμιμο κόμμα- σήμαινε ότι οι εθνικές συνδικαλιστικές ή συντεχνιακές ιδέες επρόκειτο να πραγματοποιηθούν περισσότερο στα χαρτιά παρά στην πραγματικότητα. Μετά το 1925, όταν η Ιταλία κινήθηκε προς τον ολοκληρωτισμό, ήταν το μπολσεβίκικο μοντέλο που μιμήθηκε ο Μουσολίνι και όχι το Εθνικό Συνδικαλιστικό. Ωστόσο, ο αριστερός φασισμός είχε όντως κάποιες επιτυχίες. Μία ήταν στο πεδίο των μέτρων κοινωνικής πρόνοιας. Τα φασιστικά συνδικάτα υπεράσπισαν τα συμφέροντα του εργάτη, αν και κάποιοι από τους πιο αγωνιστικούς συνδικαλιστικούς ηγέτες καθαιρέθηκαν κατ’ απαίτησιν των δεξιών φασιστών. Η αριστερά επίσης πρόσφερε μια πολύτιμη λειτουργία στο καθεστώς νομιμοποιώντας την κυβέρνηση στα μάτια τού πληθυσμού, που διαφορετικά θα αντιτίθετο σε ένα καθαρά δεξιό Εθνικιστικό Κράτος.
Ο αριστερός φασισμός ποτέ δεν εφάρμοσε τους στόχους του, και μέχρι το τέλος, την αξιοθρήνητη Δημοκρατία του Σαλό του 1943, η φασιστική αριστερά αγωνιζόταν για μια συνδικαλιστική οικονομία και κυβέρνηση. (Πρέπει να σημειώσουμε ότι Εθνικοί Συνδικαλιστές όπως ο Πανούντσιο αντιπαθούσαν και τον Χίτλερ και το ναζισμό και προσπάθησαν να κρατήσουν τον Μουσολίνι έξω από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) Όταν, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1930, λόγω των αυξανόμενων πιέσεων του πολέμου, ο Μουσολίνι διαπίστωσε την ανάγκη μεγάλων αλλαγών στην οικονομία, υιοθέτησε τον κρατικό καπιταλισμό και όχι τον Εθνικό Συνδικαλισμό. Μόνον η Ρωσία επρόκειτο να ξεπεράσει την Ιταλία στο επίπεδο της κρατικής ιδιοκτησίας. Ο Μουσολίνι δεν ήθελε οι εργάτες να εισέλθουν στο δρόμο των πολεμικών σχεδίων του. Ο φασιστικός συνδικαλισμός αφηνόταν πάντα για το μέλλον και πέθανε ως μια ανέλπιδη ουτοπία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
- Ο φασισμός έχει τις ρίζες του στην αυταρχική και βίαιη κουλτούρα και ιστορία της Νότιας και της Κεντρικής Ιταλίας. Μία κοινωνία πλούσιων γαιοκτημόνων και πάμφτωχων αγροτών που βρίσκονταν υπό την ολοκληρωτική επιρροή μιας αντιδραστικής Εκκλησίας. Μία κοινωνία που καταπίεζε το άτομο και που διήγειρε την εμπάθεια και την εχθρικότητα.
- Ο φασισμός έχει επίσης τις ρίζες του στην πολιτική κατάσταση της Ιταλίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, σε μία κοινωνία που υπέφερε από την οικονομική υποανάπτυξη, από μία αδύναμη αστική τάξη, από την έλλειψη δημοκρατίας, από τον υπερσυγκεντρωτισμό και από την αμελητέα παρουσία του φιλελευθερισμού.
- Εξαιτίας της καταπιεστικής κοινωνίας, αναδύθηκε μια μορφή αναρχισμού που επρόκειτο να καταστεί το πρώτο βήμα στο δρόμο προς το φασισμό. Η άμεση διασύνδεση έλαβε χώρα μέσω μιας ιδιαίτερης μορφής αναρχοκομμου- νισμού που αναπτύχθηκε στην Ιταλία προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα και που υιοθέτησε τις βίαιες και εξαναγκαστικές αρχές της Προπαγάνδας με τη Δράση (ή τρομοκρατίας) και την απαλλοτρίωση.
- Ο φασισμός ήταν αποτέλεσμα και της αποτυχίας των ιδεών τόσο του μαρξισμού όσο και του επαναστατικού συνδικαλισμού.
5. Ο φασισμός ήταν επίσης το αποκορύφωμα των συγκεντρωτικών τάσεων της νεωτερικότητας, της λογικής δηλαδή ότι “Το μεγάλο είναι καλό”. Ήταν επίσης, μέσω του Μαρξ και του Μπλανκί, ένας από τους κληρονόμους της γαλλικού Γιακωβινισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου