ΖΩΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ
Ο Μαρίνος Αντύπας, γιος του Σπύρου Αντύπα, μαραγκού, γλύπτη και τεχνίτη μαρμάρου, και της Αγγελίνας Κλαδά, γεννιέται το 1872 στα Φε-ρεντινάτα, ένα μικρό ορεινό χωριό της περιοχής Πυλάρου στην Κεφαλλονιά. Η πολυμελής οικογένειά τους (λέγεται ότι από τα πολλά παιδιά της οικογένειας επιζούν μόνο ο Μαρίνος και δύο μικρότερα αδέλφια του, ο Μπάμπης ή Μπαούτας και η Αδελαΐδα) περνά μια μετρημένη και δύσκολη ζωή, καθώς φαίνεται ότι δεν σχετίζεται παρά το κοινό της επώνυμο με τις παλιές εύπορες οικογένειες της περιοχής. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, και σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, σύντομα εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της Κεφαλλονιάς, το Αργοστόλι.
Εκεί, κατά τη σχολική χρονιά 1882-83, ο μικρός Μαρίνος εγγράφεται στο ελληνικό σχολείο, το σχολαρχείο, και μετέπειτα παρακολουθεί το γυ-μνάσιο, απ’ όπου και αποφοιτά τον Ιούνη του 1890 με εξαίρετες επιδόσεις και διαγωγή «αξιέπαινη». Σα μαθητής ακόμη, έρχεται σ’ επαφή με τη ριζοσπαστική παράδοση του τόπου του· παρά το ότι εκείνα τα χρόνια το προοδευτικό κίνημα του νησιού ατονεί, οι ιδεολογικές καταβολές του ριζοσπαστικού ενωτικού κόμματος της Κεφαλλονιάς στιγματίζουν τη σκέψη και διαποτίζουν μια για πάντα την ιδεολογία του Αντύπα.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890, βρίσκεται στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή, χωρίς ποτέ, τελικά, να κατορθώσει να αποπερατώσει τις σπουδές του και να πάρει το πτυχίο του νομικού. Τότε είναι που για πρώτη φορά γνωρίζεται με προοδευτικούς κύκλους και το σο-σιαλιστικό ρεύμα της εποχής.
Γράφει ο Χρ. Βραχνιάρης: «Στο σοσιαλισμό μυήθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη Νομική Σχολή. Έρχεται σ’ επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους που επηρεάζονται από το Σταύρο Καλλέργη, γίνεται μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου και αναπτύσσει πολύπλευρη δραστηριότητα». Δημοσίευμα της εφημερίδας «Σοσιαλιστής» επιβεβαιώνει τη σχέση του Αντύπα με τον «Σοσιαλιστικό Σύλλογο»· αναφέρεται σε φύλλο της 1.3.1896: «Περί τα μέσα του 15ημέρου τούτου εν Βιτρινίτση ο σοσιαλιστής Μ. Αντύπας, φοιτητής της Νομικής, ωμίλησε ενώπιον 200 περίπου προσώπων αναπτύξας τας σοσιαλιστικάς αυτού ιδέας…».
Το 1896, συμμετέχει ως εθελοντής μαζί με συμφοιτητές του στην επα-νάσταση που ξεσπά στην Κρήτη, και το 1897, τραυματισμένος στο στήθος, επιστρέφει στην Αθήνα. Επηρεασμένος βαθύτατα από την έκβαση της Κρητικής Επανάστασης αλλά και την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο στη Θεσσαλία και συνειδητοποιώντας τον αντιλαϊκό ρόλο της μοναρχίας και των μεγάλων δυνάμεων, ξεκινά την έντονη κριτική του.
Συμμετέχει ενεργά στο μεγάλο συλλαλητήριο που διεξάγεται στην Ομόνοια στις 14 Σεπτεμβρίου του 1897 και με την ομιλία του από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μυκήναι» επιτίθεται δριμύτατα στον διάδοχο και τους βασιλικούς πρίγκηπες και κατηγορεί τις μεγάλες δυνάμεις για το ρόλο τους κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και στις μετέπειτα διαπραγματεύσεις. Η εμπλοκή του αυτή οδηγεί στη σύλληψή του και την προσαγωγή του σε δίκη την 8.1.1898 με τις κατηγορίες της εξύβρισης των διαδόχων, της διέγερσης του λαού και της προσβολής της Δανίας και των μεγάλων δυνάμεων. Παρά την προσπάθεια των φίλων του να τον υπερασπιστούν, ο Αντύπας καταδικάζεται σε φυλάκιση ενός έτους στις φυλακές της Αίγινας.
Μετά την έκτιση της ποινής του, συλλαμβάνεται και πάλι, αυτήν τη φορά για «ηθική αυτουργία» σε μία στημένη υπόθεση απόπειρας δολοφονίας κατά του Γεωργίου Α΄ και φυλακίζεται ξανά. Η υπ’ αριθμόν 4176 διαταγή του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι χαρακτηριστική: «… να μπει ο Αντύπας στην απομόνωση και να μη συνδιαλέγεται κανένας μαζί του. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς τα παραπάνω, να τον δέσουν μέσα στο κελί και να τον θέσουν υπό άναλον δίαιτα».
Με την αποφυλάκισή του το 1898, ο Αντύπας αναγκάζεται να εγκαταλείψει οριστικά τις σπουδές του και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου και βοηθά τον πατέρα του στις εργασίες του. Τότε λέγεται ότι γνωρίζεται και συνδέεται με τη Βασιλικούλα Καλομοίρη, την κυρία Κούλα, όπως τη λένε στο χωριό, κόρη σταφιδέμπορα από την Αλεξάνδρεια.
Εκεί, την 29.07.1900, εκδίδει το πρώτο φύλλο της «ανθρωπιστικής», όπως την αποκαλούσε ο ίδιος, εφημερίδας του, της «Ανάστασις». Δυστυχώς, εξαιτίας του κυρίου άρθρου της «Τίς ο αίτιος;», στο οποίο καταφέρεται εναντίον της θρησκευτικής, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, κατηγορώντας τες ως αίτια εθνικών συμφορών και της ήττας του 1897, ακολουθούν αντιδράσεις και διώξεις. Η εφημερίδα αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία της, και περνούν περίπου τέσσερα χρόνια μέχρι να επανακυκλοφορήσει.
Καταδιωκώμενος ουσιαστικά από τον τόπο του μετά τη διακοπή της λειτουργίας της εφημερίδας, ο Αντύπας κατά το 1903 βρίσκεται στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας σε ένα ταξίδι, που θα αποδειχτεί καθοριστικό για τη ζωή του. Εκεί, πείθει τον θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση, έναν πλούσιο γεωπόνο ιδίων πολιτικών πεποιθήσεων, να επενδύσει αγοράζοντας γη στο θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι, λίγο αργότερα, ο Σκιαδαρέσης μαζί με τον συμπατριώτη του Αρ. Μεταξά αγοράζουν στην περιοχή των Τεμπών ένα μεγάλο κτήμα 300.000 στρεμμάτων, στο οποίο μερικά χρόνια μετά ο Αντύπας σπέρνει τις ιδέες του για εξέγερση και, τελικά, συναντά το θάνατο.
Με την επιστροφή του και πάλι στην Κεφαλλονιά συνεχίζει τη δράση του· προωθεί την ένωση μαθητών γυμνασίου στο Αργοστόλι με την επωνυμία «Πρόοδος», συμβάλλει στη δημιουργία εργατικών συνδέσμων, οργανώνει λαϊκές κινητοποιήσεις και ξαναρχίζει την έκδοση της εφημερίδας του, η οποία από τις 3 Ιουλίου 1904 και μέχρι τον Απρίλη του 1907 εκδίδεται απρόσκοπτα. Μέσα από αυτήν ο λαός της Κεφαλλονιάς ενημερώνεται και έρχεται σε επαφή με θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος τοπικού αλλά και ευρύτερου χαρακτήρα, και ειδήσεις ποικίλου περιεχομένου.
Την ίδια χρονιά, το 1904, ιδρύει στο Αργοστόλι το «Λαϊκόν Αναγνωστήριον “Η Ισότης”», μία πολιτική εκπαιδευτική λέσχη που γρήγορα γίνεται η πνευματική εστία του νησιού και στην οποία συρρέουν προοδευτικοί άνθρωποι της περιοχής. Το «Λαϊκόν σχολείον», όπως ο ίδιος το αποκαλεί, έχει σκοπό την «ανάπτυξη της διανοίας και των υλικών μέσων διά των οποίων ευημερεί πας λαός»· διαθέτει αίθουσα αναγνώσεως και αναπαύσεως για κυρίες, αίθουσα διαλέξεων, αναγνωστήριο, αίθουσα μαθητών. Η λειτουργία αυτού του πνευματικού κέντρου ενοχλεί το κατεστημένο του τόπου, και ο Αντύπας σύρεται σε μία ακόμα δίκη, στην οποία, όμως, αυτήν τη φορά αθωώνεται.
Όλη αυτήν την περίοδο, η δράση του δεν περιορίζεται στην Κεφαλλονιά, αλλά επεκτείνεται στην Αθήνα και τον Πειραιά· πρωταγωνιστεί στη δημιουργία συλλόγων και ομάδων, κάνει διαλέξεις, εκφωνεί λόγους και έχει επαφές με μέλη εργατικών σωματείων. Τον Αύγουστο του 1905, βρίσκεται στην πρωτεύουσα, συμμετέχει σε συλλαλητήριο λαϊκής συμπαράστασης στην επανάσταση του Θερίσου στην Κρήτη και αποδοκιμασίας κατά του πρίγκηπα Γεωργίου, και ομιλεί μπροστά σε ακροατήριο 20.000 ατόμων. Η συνέχεια γνωστή, σύλληψη και κράτηση για δύο ημέρες από τις αρχές.
Ο ίδιος αναφέρει για τον αγώνα του στις 23.04.1905 στην «Ανάστασις»: «είμεθα έτοιμοι να δεχθώμεν και φυλακήν και ανασκολόπισιν και σταύρω-σιν και δυστυχίαν και περιφρόνησιν και εμπτυσμούς και γροθιές και κουμπουριές. Βαστάμε για όλα και προκαλούμεν όλους και Άρχοντας και Πλουσίους και Παληκαράδες και Τραμπούκους και δολοφόνους, ίνα αν μπορέσουν είτε διά της απειλής, είτε διά του χρήματος, είτε διά της μαχαίρας και κουμπούρας είτε δι’ ούτινος δήποτε μέσου να μας κάμουν ώστε να αλλάξωμε του σκοπού μας έστω και μίαν κεραίαν και να οπισθοδρομήσωμεν έστω και μίαν σπιθαμήν».
Ο Αντύπας εναντιώνεται στα τότε κόμματα της βουλής και πρεσβεύει την εξαφάνισή τους και τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, ενός κόμματος αρχών. Ονομάζει, λοιπόν, το κόμμα του Κοινωνιστικόν-Ριζοσπαστικόν, και κέντρο αυτού καθιστά το Λαϊκό Αναγνωστήριο. Γύρω από αυτό συσπειρώνονται πραγματικοί δημοκράτες, τόσο φτωχός κόσμος και εργαζόμενοι όσο διανοούμενοι και επιστήμονες. Με αυτό το κόμμα, το 1906, λαμβάνει μέρος στις βουλευτικές εκλογές στην Επαρχία Κρανιάς του νησιού του ως υποψήφιος των εργατικών και λαϊκών τάξεων. Σε προκήρυξή του πριν τις εκλογές αναφέρει: «επιθυμούμεν μία μεγάλη κοινωνιστική Δημοκρατία να διευθύνη σύμπασαν την ανθρωπότητα και να κρημνίση και θρόνους και κληρονομικά αξιώματα και θρησκευτικάς δεισιδαιμονίας και προλήψεις και την δύναμιν του χρυσού να εκμηδενίση και αντί της Τυραννίας του κεφαλαίου την βασιλείαν της εργασίας και της ικανότητος να καθιερώση». Ο πόλεμος που εξαπολύουν οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης του νησιού και μέλη κομμάτων, «οι μεταπράται των συνειδήσεων και οι εργολάβοι των εκλογικών επιτυχιών», όπως τους αποκαλεί, έχει αποτέλεσμα. Ο Αντύπας συγκεντρώνει 2.550 ψήφους εργατών και χωρικών σε σύνολο 6.000-7.000 ψήφων, αλλά, τελικά, δεν κατορθώνει να εκλεγεί.
Το ίδιο έτος, ο Αντύπας προχωρά σε δύο ενέργειες ρηξικέλευθες αλλά και κωμικές ταυτόχρονα, αν αναλογιστεί κανείς την έκπληξη που προκαλούν στην τοπική κοινωνία: βαφτίζει τα παιδιά τού βοηθού τού πατέρα του και ενός άλλου φίλου του, και τους δίνει τα ονόματα Επανάσταση και Αναρχία.
Ο Ιούνιος του 1906 τον βρίσκει στη Θεσσαλία, στα κτήματα του θείου του στο Λασποχώρι, σημερινό Ομόλιο. Εκεί, μαζί με τον ξάδερφό του, Παναγιώτη Σκιαδαρέση, αναλαμβάνουν ως επιστάτες. Όμως, ο Αντύπας δεν εγκαταλείπει την εξεγερτική του προπαγάνδα και σύντομα αποδεικνύεται «επιστάτης» των ελευθεριών των κολίγων. Στο «Κοινωνιολογικόν και Πολιτικόν Λεξικόν» της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» του 1934 αναφέρεται: «Δεν ήτο ο επιστάτης, το όργανον δηλαδή ενός φεουδάρχου αλλά ο παλαιός Αντύπας. Καθημερινώς επροπαγάνδιζε την χειραφέτησιν των σκλάβων αγροτών. Έκαμε διαλέξεις, περιοδείας εις τα γύρω χωριά και με μίαν λέξιν ύψωσε την σημαίαν του Αγροτισμού. Βεβαίως, δεν επροπαγάνδιζε την χωρίς καμμίαν αποζημίωσιν απαλλοτρίωσιν των τσιφλικίων αλλά “την παραχώρησιν τούτων εις τους γεωργούς κατόπιν δικαίας και λογικής αποζημιώσεως των τσιφλικιούχων”. Διά την εποχήν εκείνην, όμως, η προπαγάνδα αυτή ήτο μία επαναστατική προπαγάνδα».
Με την κάλυψη του θείου του, που παρ’ ότι μεγαλοϊδιοκτήτης συναινεί στις ενέργειες του ανιψιού του για περισσότερες παροχές στους κολίγους, ο Αντύπας αναπτύσσει τον ανατρεπτικό του λόγο περί παραχώρησης στους κολίγους εκτάσεων για βοσκοτόπια και οικίες, απόδοσης σε αυτούς του 75% της παραγωγής τους αντί για το 25% που ίσχυε, υιοθέτησης της αργίας της Κυριακής, πρόνοιας για σχολεία και οργάνωσης αγροτικών συνδέσμων. Ο Γ. Καψάλης μεταφέρει μία χαρακτηριστική σκηνή: «Είναι Κυριακή απόγευμα, ένας τελάλης φωνάζει στους δρόμους του χωριού για τη σύναξη των κατοίκων στην πλατεία. Και είναι εκεί συνταγμένοι άντρες-γυναίκες. Τους μιλάει πως ο Σκιαδαρέσης, ο ιδιοκτήτης, τούς χαρίζει τα χρέη, αφού κι αυτός μεσολάβησε. Πως από φέτος (1906) και κάθε χρόνο θα παραδίνουν μόνο το 25% της σοδειάς τους στον ιδιοκτήτη και όχι το 75%, όπως έκαναν ως τότε. Και πως, όσοι θέλουν, μπορούν με λογική τιμή να αγοράσουν όσα στρέμματα θέλουν και να γίνουν ιδιοκτήτες οι ίδιοι. Πανζουρλισμός από εκδηλώσεις χάρης κι ευγνωμοσύνης. Τον θεωρούν ‘θεό’ τους. Δεν προφταίνουν να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν άντρες, γυναίκες, γεροντάκια, κοπέλες και παιδιά. Τους αναγγέλλει επίσης ότι στο Λασποχώρι θα ιδρύσει Γεωργική Σχολή…».
Ο ίδιος ο Αντύπας αργότερα, στις 23 Φλεβάρη του 1907, λίγες μέρες δηλαδή πριν την τραγική του κατάληξη, αναφέρει: «... φρονώ ότι το δίκαιον είνε εκεί όπου το συμφέρον των πολλών και όχι των ολίγων, επομένως μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ της εξαφανίσεως του τσιφλικιού και της πλήρους ανεξαρτησίας του καλλιεργητού».
Αναμενόμενο είναι, λοιπόν, αυτά τα έργα και τα κηρύγματα του Αντύ-πα να τον καταστήσουν όχι μόνον ενοχλητικό για τους μεγαλοτσιφλικάδες αλλά και επικίνδυνο. Αρχικά, η αντίδραση επιχειρεί να τον φοβίσει μέσω συστάσεων που του γίνονται από τη Νομαρχία να σταματήσει τα εμπρηστικά του μηνύματα, ενώ, παράλληλα, η Χωροφυλακή διακριτικά του κάνει παρατηρήσεις, και χρησιμοποιείται κάθε μέσο συκοφάντησης και τρομοκράτησής του.
Χαρακτηριστικό της ολοένα αυξανόμενης έντασης των σχέσεων μεταξύ Αντύπα και τσιφλικάδων είναι το επεισόδιο που λαμβάνει χώρα στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1906. Εκεί, ο Αντύπας χτυπά το μεγαλοκτηματία και βουλευτή Αγαμέμνων Σλήμαν, ο οποίος τον έχει κατηγορήσει στο νομάρχη Λάρισας ως «υποκινητή ερεθισμού των αγροτών κατά των κυρίων τους και επικίνδυνο για την τάξη». Την 19.09.1906 καταδικάζεται σε εικοσαήμερη φυλάκιση σε μία δίκη που αποκτά πολιτικό χαρακτήρα και κατά την οποία, ουσιαστικά, στο πρόσωπο του Αντύπα δικάζεται η αγροτική ιδέα, σύμφωνα με τον Κορδάτο, και η κοινωνική χειραφέτηση των αγροτών.
Από σειρά άρθρων του Γιάννη Κορδάτου, που δημοσιεύτηκαν το 1947 στην εφημερίδα του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας «Νέος Δρόμος», μεταφέρουμε μέρος της απολογίας του: «Δεν είμαι στοιχείον κακοποιόν και ταραξίας. Είμαι παιδί του λαού, που συγκινήθηκε διά την οικτρά κατάστασιν των αγροτών της Θεσσαλίας. Ο μηνυτής μου, Γερμανός την καταγωγήν και άνθρωπος των τσιφλικούχων, με κατηγόρησε εις τον Νομάρχην Λαρίσης ως δημεγέρτην, στασιαστήν και ταραξίαν. Η καταγγελία ήτο ψευδής. Εις τους αγρότας ωμίλησα πολλάκις αλλ’ όχι ως στασιαστής. Ωμίλησα ως ανθρωπιστής και κοινωνιστής. Τους υπέδειξα ότι δύναται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των και ότι τα τσιφλίκια είνε η γη των προγόνων των, η βιαίως και ατίμως περιελθούσα εις την κατοχήν των μπέηδων και πασάδων αρχικώς και ακολούθως μεταβιβασθείσα εις τυράννους φέροντας ελληνικά ονόματα, αλλά ψυχήν ανθρωπομόρφων θηρίων...».
Από την εφημερίδα «Το Άστυ» συμπληρώνουμε στην απολογία του: «Εκεί η κατάστασις ήτο αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας γυμνοί και κάτισχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώ-νται, χρησιμεύουσιν ως τα φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων… Ήρχισα λοιπόν και έργω και λόγω παρέχων εις τους χωρικούς πάσαν δυνατήν ευκολίαν, απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγκαρείας, ας καθιέρωσεν η τετρακοσαετής τυραννία των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλως η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία… Καταδικάσατε αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν, αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου».
Φαίνεται από τα παραπάνω αλλά και την εν γένει φιλοσοφία του ότι ο Αντύπας (όπως σημειώνει μια παλιά μελέτη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος, που μας μεταφέρει ο Γ. Πετρόπουλος) δεν είχε συλλάβει το αγροτικό πρόβλημα στο σύνολό του, δεν είχε δει δηλαδή «ότι η αστική τάξη συμβιβάστηκε με τους τσιφλικάδες και δεν ήθελε και δεν μπορούσε να λύσει το αγροτικό πρόβλημα».
Όμως, όπως αποδεικνύεται περίτρανα και στη συνέχεια, ο Αντύπας έτσι κι αλλιώς δεν κάνει πίσω στις αρχές του και συνεχίζει το έργο του, μιλώντας σε συγκεντρώσεις στα χωριά του κάμπου, οργανώνοντας ομάδες και κινητοποιώντας τους αγρότες· γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτές οι συστά-σεις δεν είναι παρά άμεσες προειδοποιήσεις και απειλές, και συνειδητοποιώντας τον επερχόμενο κίνδυνο για τη ζωή του, εκμυστηρεύεται στους κολίγους: «Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό να ‘ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας».
Κάποια λόγια του αργότερα, στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, στις 12 Φλεβάρη 1907, σκιαγραφούν την προσωπικότητα αλλά και τις προθέσεις του: «… Πολλάκις εδοκίμασα τη λόγχη και την φυλακή των και υπέμεινα μεν χωρίς να μεταβληθώ ή να φοβηθώ, αλλά κατέστην προσεκτικώτερος και ολίγον πανούργος (αι αλώπεκες θέλουν κύνας θηρευτικούς και όχι υλακτούντας), κατανοήσας καλώς ότι η πρόοδος της ιδέας δεν είνε ούτε εμπόρευμα ούτε κομματική συναλλαγή διά να έχει χρείαν ρεκλάμας και επαίνων. Αύτη έχει ανάγκην αυτοθυσίας, το δένδρον των δικαιωμάτων καλλιεργείται με γερά χέρια με γερήν θέλησιν και πάντοτε σχεδόν ποτίζεται με αίμα και όχι με νερό και μελάνι…».
Και, πράγματι, έτσι ακριβώς γίνεται· το έργο της δολοφονίας αναλαμβάνει με αμοιβή 12.200 δραχμών ο Ιωάννης Κυριακού, ένας σκληρός επιστάτης στα κτήματα του συνεταίρου του θείου του Αντύπα. Ο Κυριακού φαντάζει ως ο ιδανικός θύτης, αφού αφενός έχει έρθει σε σύγκρουση κατά το παρελθόν με τον Αντύπα και τον μισεί θανάσιμα για τα κηρύγματά του και αφετέρου έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά του λόγω του κοινού χώρου εργασίας και διαμονής τους.
Εκείνες τις μέρες, διεξάγεται στη Λάρισα δίκη για το επεισόδιο με το νομάρχη Λάρισας, Νιώτη, που δημόσια στην πλατεία της Λάρισας έχει αποκαλέσει τον Αντύπα «υποκινητή επιβλαβών, ασκόπων και αναρχικών ενεργειών». Η δίκη κατά τη συνήθη τακτική των αρχών αναβάλλεται, και ο Αντύπας παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Τη νύχτα της 8ης του Μάρτη φτάνει στον Πυργετό. Εκεί, δεχόμενος σφαίρα από δίκαννο «εκ των όπισθεν και εις την οσφυακήν χώραν», ο Μαρίνος Αντύπας άδικα αφήνει την τελευταία του πνοή.
Η είδηση πρωτογίνεται γνωστή μέσω ενός τηλεγραφήματος που στέλνει ο Παναγιώτης Σκιαδαρέσης προς το ξενοδοχείο «Ερμής», όπου διέμενε ο πατέρας του, Γεώργιος. Το τηλεγράφημα έγραφε: «Ραψάνη 6η πμ, Μαρίνον Αντύπαν εδολοφόνησαν. Απαντήσατε εάν Σκιαδαρέσης ευρίσκεται Αθήνας. Παναγής Σκιαδαρέσης».
Η εφημερίδα «Εμπρός» γράφει την 10.03.1907 στην πρώτη της σελίδα: «Δολοφονία του Δικηγόρου Αντύπα παρά την Αγυιάν», ενώ το σχετικό ρεπορτάζ αναφέρει: «Λάρισα 9 Μαρτίου. Χθες τη νύκτα εις το χωρίον Πυρ-γετός της Ραψάνης ο γνωστός δικηγόρος Μαρίνος Αντύπας, ο ραπίσας άλλοτε αυτόσε τον κ. Σλήμαν, ων διευθυντής των κτημάτων του θείου του κ. Σκιαδαρέση, εφονεύθη υπό του επιστάτου του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά, ονόματι Ιωάννου Κυριακού. Ο φόνος διεπράχθη εντός του κονακίου, συνεκίνησε δε μεγάλως τους χωρικούς, καθόσον ο Αντύπας υπερασπίζετο αυτούς παρέχων πλείστας ευκολίας συνεπεία των οποίων αντεμάχοντο μετά του συνιδιοκτήτου Μεταξά. Λεπτομέρειαι του φόνου τούτου αγνοούνται. Ο ανακριτής κ. Αγαθόνικος έσπευσε σήμερον επί τόπου. Ο δράστης συνελήφθη».
Σχετικά με τις συνθήκες της δολοφονίας, οι περισσότερες από τις εφημερίδες αναπαράγουν αυτά που οι αρχές τούς μεταφέρουν. Διαβάζομε στην ίδια εφημερίδα: «Ο φόνος του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις τον Πυργετόν του Ολύμπου παρήγαγε βαθυτάτην συγκίνησιν… Ο Αντύπας, αντιπρόσωπος του Σκιαδαρέση, μετέβη τη νύκτα εις το κοινόν κονάκιον ζητών να ανοίξη τη θύραν ενός διαφιλονικουμένου δωματίου, ην έκλεισε ο Κυριακού, επιστάτης του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά. Ο Μαρίνος, εισελθών εις το δωμάτιον του ύπνου του Κυριακού, απειλητικώς ενέβαλε τον τελευταίον εις φόβον. Ο Κυριακού ήρπασε τότε το κρεμασμένον Αγγλικόν όπλον Βίντσεστερ και επυροβόλησε δις πλήξας τον Αντύπαν εις την κεφαλήν και εις το ισχύον. Ο Αντύπας έπεσεν αμέσως άπνους».
Ευτυχώς, όμως, την αλήθεια για τις συνθήκες τού θανάτου του περισώζει ο ξάδελφός του, Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, και την παρουσιάζει η εφημερίδα «Αθήναι»: «Εκαθήμεθα εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την 11ην ο Αντύπας εγερθείς μετέβη όπως παραλάβη εκ του δωματίου του επιστολή τινά πλην εύρε την θύραν του διαδρόμου κλειστή και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος Ιωάννης Κυριακού εγερθείς του ύπνου ηρνήθη ν’ ανοίξη. Είτα όμως ανοίξας είπε εις τον Αντύπα ότι ουδέν δικαίωμα έχει να ανέλθη εις την οικίαν του. Εκ τούτου προυκλήθη φιλονεικία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις μεθ’ ας ο Κυριακού λαμβάνει το όπλον δι’ ου πυροβολεί και χτυπά τον Αντύπα ελαφρώς εις την κεφαλήν. Ότε όμως ούτος έφευγεν, εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν διά δικάννου όπλου εις την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου. Μετά μίαν ώραν εξέπνευσε λέγων Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία. Ο φονεύς αμέσως εκλείσθη εις το δωμάτιόν του, άλλως θα εφονεύετο υπό των χωρικών οίτινες ελάτρευον τον Αντύπα. Μετ’ ολίγον ο φονεύς παρεδόθη εις τον καταφθάσαντα αστυνόμον».
Οι αρχές, όπως είναι φυσικό, επιχειρούν να συγκαλύψουν τις πραγματικές συνθήκες της δολοφονίας. Έτσι, ο «καταφθάσας αστυνόμος», μη έχοντας την πρόθεση να αποδώσει την ορθή διάσταση των πραγμάτων, αναφέρει σε τηλεγράφημά του προς το Υπουργείο Εσωτερικών: «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου». Την ίδια άποψη φαίνεται, όμως, πως υιοθετεί και η ελληνική δικαιοσύνη, αφού λίγο καιρό αργότερα πανηγυρικά αθωώνει τον Κυριακού.
Ο κορυφαίος, ίσως, αγωνιστής του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα, ο κοινωνικός αγωνιστής Μαρίνος Αντύπας δεν υπάρχει πια. Δολοφονείται για τις ιδέες του σε ηλικία 35 ετών και η δολοφονία του ανακουφίζει (πρόσκαιρα, όπως δείχνουν τα γεγονότα που χρόνια μετά ακολουθούν) τους μεγαλοτσιφλικάδες όχι μόνον της περιοχής αλλά ολόκληρης της χώρας. Ανακουφισμένη, όμως, από το τέλος του δείχνει και η κυβέρνηση στην Αθήνα. Σε φύλλο τής 10.03.1907 η προσκείμενη στο Παλάτι εφημερίδα «Εστία» κυνικά αναφέρει: «Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του, ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχη, και να τηρήται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του».
Από την άλλη, η δολοφονία του προκαλεί πραγματικό σεισμό στους προοδευτικούς κύκλους γενικά του πανελληνίου. Οι εφημερίδες, όπως ειπώθηκε, της Αθήνας, του Βόλου, της Κεφαλλονιάς ασχολούνται πλατιά με την προσωπικότητα και το έργο του, ενώ θρησκευτικά και πολιτικά μνημόσυνα πραγματοποιούν εργατικά σωματεία σε πολλά μέρη της χώρας. Το αντίκτυπο, όμως, είναι ισχυρότερο στη Θεσσαλία, στον τόπο του μεγάλου του αγώνα. Στη Λάρισα, όπου μεταφέρεται το φέρετρό του από τον Πυργετό, γίνεται λαϊκό προσκύνημα, ενώ χιλιάδες κόσμου παρελαύνει από το ξενοδοχείο «Μουστάκα», όπου έχει τοποθετηθεί το λείψανό του, μέχρι να ταφεί στο χωριό Ομόλιο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η προτομή του. Ο θάνατος του Αντύπα απογοητεύει τον θείο του, που πουλά τα κτήματά του και φεύγει από την περιοχή. Ταυτόχρονα, όμως, εμπνέει τους κολίγους, και το όραμά του θεριεύει την αγροτιά, που τρία χρόνια αργότερα με σύνθημα την «Απαλλοτρίωση» θα φουντώσει τη μεγάλη εξέ-γερση του Κιλελέρ.
Ο Δημήτρης Ανδρουτσόπουλος στο «Αναρχικό Δελτίο» σημειώνει για τα γεγονότα που χρόνια μετά ακολουθούν: «Στις 20 Ιανουαρίου 1910 συγκροτήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην Πλατεία της Καρδίτσας, στο οποίο έλαβαν μέρος χιλιάδες αγρότες. Στις 7 Φεβρουαρίου συλλαλητήρια επαναλαμβάνονται σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις της Θεσσαλίας. Στις 27 Φεβρουαρίου συγκροτούνται νέα συλλαλητήρια, και στην Καρδίτσα ξεσπούν επεισόδια με αποτέλεσμα τη δολοφονία του αγρότη Χρήστου Σάλτα από το Ανώγι και τον τραυματισμό ορισμένων άλλων στο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Στις 6 Μαρτίου, τρία χρόνια μετά την δολοφονία του Αντύπα, οργανώνεται μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο στη Λάρισα. Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο. Στη στάση στο Κιλελέρ οι κολίγοι που επιβιβάζονται, μετά από διαταγή του διευθυντή των σιδηροδρόμων Θεσσαλίας, αντιμετωπίζονται με τη δύναμη των όπλων του στρατού, με αποτέλεσμα δύο νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Το ίδιο συμβαίνει και στην επόμενη στάση του τρένου στο Τσουλάρ, σημερινή Μελία, όπου δύο ακόμη διαδηλωτές σκοτώνονται και πολλοί τραυματίζονται από πυροβολισμούς που ρίχνουν οι στρατιώτες μέσα από τα παράθυρα του τρένου. Η είδηση της αιματοχυσίας φτάνει στους συγκεντρωμένους διαδηλωτές στη Λάρισα, όπου ξεσπούν συγκρούσεις και οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Μετά την εξέγερση και τη σφαγή των αγροτών στις 6 Μάρτη του 1910 η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη προχώρησε σε συλλήψεις και οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Οι κυβερνήσεις, όμως, που ακολούθησαν στα επόμενα χρόνια, μπροστά στην απειλή νέων εξεγέρσεων προχώρησαν σταδιακά στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και μέχρι το 1955 το μεγαλύτερο μέρος της γης αποδόθηκε στους αγρότες».
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Λίγο πριν προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τις θέσεις και τα πιστεύω του Αντύπα, καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά της ιδεολογίας του, κρίνεται σκόπιμο να φωτιστεί, κάπως περισσότερο, το γενικότερο κλίμα και το περιβάλλον, μέσα στο οποίο αυτή η ιδεολογία γεννήθηκε και ωρίμασε.
Την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας έντονες διαφοροποιήσεις και διαρκείς ζυμώσεις τη χαρακτηρίζουν στα χρόνια αυτά, καθώς νέες συνθή-κες στον οικονομικό τομέα αρχίζουν να διαμορφώνονται, αρχικά με την εισροή ξένων κεφαλαίων (δανειακού, κυρίως, χαρακτήρα) και μετέπειτα με τη συσσώρευση κεφαλαίων του απόδημου ελληνισμού με επενδύσεις σε γη και σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, σημαντικά καθορίζουν πλέον τα κοινωνικά πράγματα αφενός η βιομηχανική επανάσταση και τα επακόλουθά της (ένα από τα οποία η εμφάνιση των πρώτων εργατικών ενώσεων) και αφετέρου το οξύτατο αγροτικό πρόβλημα, συνέπεια της μεγάλης γαιοκτησίας και της δημιουργίας, ειδικά για τη Θεσσαλία, της τάξης των αγροτών-κολίγων. Ταυτόχρονα, εκφρασμένη από γνήσιες δημοκρατικές ομάδες, διατηρείται σταθερή η αντίθεση προς το βασιλικό οίκο, ο οποίος ακόμα παρεμβαίνει καθοριστικά στις εξελίξεις.
Αυτό το τοπίο των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών στς δομές της χώρας δε θα αφήσει ανεπηρέαστα τα πράγματα στο ιδεολογικό επίπεδο, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα και την επικράτηση συγκεκριμένων ιδεολογικών τάσεων. Έτσι, η διάδοση σοσιαλιστικών ιδεών από τη μια (με κυρίαρχες τις τάσεις τού αναρχικού σοσιαλισμού, του ουμανιστικού-χριστιανικού σοσιαλισμού και του επιστημονικού σοσιαλισμού) αλλά και ταυτόχρονα η έξαρση του εθνικισμού και του πατριωτισμού με πρόταγμα την ολοκλήρωση της εθνικής αποκατάστασης του ελληνισμού είναι εκείνα τα ιδεολογικά ρεύματα που χαρακτηρίζουν αυτήν την περίοδο.
Ο απόηχος όλων αυτών των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών της εποχής του και η εμφάνιση νέων ισχυρών ιδεολογικών ρευμάτων και κοινωνικών τάσεων θα επηρεάσουν, όπως είναι φυσικό, και θα χρωματίσουν ανεξίτηλα και σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογία του Αντύπα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αντύπας κατέγραφε τη σκέψη και τις ιδέ-ες του σε κείμενα που δημοσίευε στην εφημερίδα του, αλλά δεν άφησε πίσω του κάποιο βιβλίο ή κάποιο ολοκληρωμένο έργο, στο οποίο να σχηματοποιεί τα πιστεύω του. Ίσως, γι’ αυτόν το λόγο, να έχουν γραφεί τόσα πολλά σχετικά με την ιδεολογία του και, ακόμα και σήμερα, διάφορες τάσεις συχνά να συγκρούονται στην προσπάθειά τους να την οικειοποιηθούν.
Η παρούσα μελέτη δε θα σπεύσει να χαρακτηρίσει ή, πολύ περισσότερο, να σφετεριστεί τις ιδέες και το όραμα ενός αγωνιστή, τα οποία εντέλει υπερασπίστηκε με την ίδια του τη ζωή. Μεταφέρουμε από κείμενο της εφημερίδας «Ποντίκι»: «Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμη και αν το πολιτικό του στίγμα, με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν ήταν απόλυτα σαφές, οι μέθοδοί του ήταν σαφέστατες: αγώνας, διεκδίκηση, σύγκρουση. Σαν ένδειξη σεβασμού προς τους αγώνες του και τον θάνατό του, ας αφήσουμε να τον χαρακτηρίσουν ιδεολογικά οι τελευταίες λέξεις που είπε ξεψυχώντας: Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία».
Προσυπογράφοντας τα παραπάνω, αρκούμαστε στην καταγραφή, πλέον των όσων ήδη αναφέρθηκαν, κάποιων βασικών στοιχείων που δομούν τη σκέψη του, όπως αυτά σκιαγραφούνται στα κείμενα και διαφαίνονται από τα κηρύγματά του:
Αναγνωρίζοντας σαν μοναδική αξία στη ζωή την εργασία και ως προνομιούχα τάξη μόνο αυτήν των εργαζομένων, ο Αντύπας στόχευε στην κοινωνική λύτρωση αυτών και τη νομοθετική προστασία τους (περιορισμό των εργάσιμων ωρών, νομοθετικό καθορισμό του ημερομίσθιου, δημιουργία ταμείου συντάξεων, διανομή των θεσσαλικών τσιφλικιών και των μοναστηριακών κτημάτων στους ακτήμονες, καθιέρωση ίσων δικαιωμάτων για όλους, καθιέρωση πλήρους αποκέντρωσης, προοδευτική φορολογία κεφαλαίου και εισοδήματος, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας). Ριζοσπαστικού χαρακτήρα η πίστη του στη λαϊκή κυριαρχία και η θέση του για δημιουργία ενός συστήματος με βασικές διαρθρωτικές κοινωνικές δυνάμεις τους εργαζόμενους.
Στο πρόγραμμά του, που δημοσιεύτηκε την 23.04.1905 στην εφημερίδα του, αναφέρει: «… ανακηρύττομεν ως υπέρτατον Νόμον την Καθολικήν Εργασίαν, το Καθολικόν Καθήκον, το Καθολικόν Δικαίωμα… Αναφωνούμεν: Ζήτω ο εις και μόνος άρχων λαός, η μία και μόνη προνομιούχος τάξις των εργατών».
«Είμαι Σοσιαλιστής όνομα και πράγμα», προσθέτει στο τελευταίο άρθρο του, την 23.02.1907, «φέρω τον τίτλον μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως Παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε και αοράτων, την Εργασίαν, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα τής ευτυχίας και ειρήνης, την Ελευθερίαν, Ισότητα και Αδελφότητα».
Ο Αντύπας έτρεφε απεριόριστη αγάπη για τον άνθρωπο και πίστευε στη χειραφέτηση και την πνευματική, ηθική και υλική ανάπτυξη των λαϊκών τάξεων. Βαθιά διαποτισμένος από τέτοιες αρχές και αξίες πανανθρώπινες, διακήρυττε με πάθος την ελευθερία και την αδελφοσύνη των λαών· οραματιζόταν μία πατρίδα να περιλαμβάνει όλη την ανθρωπότητα και στην οποία υπάρχει μία μόνο τάξη, αυτή των εργαζομένων, και μια μονάχα κοινωνική οικογένεια, στην οποία όλοι ανεξαίρετα εργάζονται αλληλοβοηθούμενοι.
Στο πρόγραμμά του διαβάζουμε: «Ζητούμεν την Παγκόσμιαν Ελευθερίαν-Ισότητα-Αδελφότητα. Θέλομεν την κατάργηση των Φυλών και των Πατρίδων, την κατάργησιν των Αφεντών και Δούλων. Ζητούμεν μίαν πατρίδα περιλαμβάνουσαν σύμπασαν την ανθρωπότητα, μίαν τάξιν ανθρώπων, την των εργαζομένων και αδελφών απολαμβανόντων ίσα δικαιώματα και εχόντων τα αυτά καθήκοντα…».
Πολέμιος των εξοπλισμών, των εθνικών διεκδικήσεων, του ανταγωνισμού και της διαμάχης των λαών, ο Αντύπας διακήρυττε πως το δυναμικό των εργατών δεν πρέπει να αναλώνεται στην κατασκευή πολεμικού υλικού και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εξουσίας, αλλά να κατευθυνθεί στην κατασκευή υποδομών (σχολεί-ων, συγκοινωνιών και εργοστασίων) με σκοπό την παγκόσμια ειρήνη και τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής όλων των ανθρώπων.
Γράφει: «… και αι εκκρηκτικαί ύλαι και όλα τα άλλα μέσα της σφαγής και του αίματος δεν έχουν άλλο σκοπό ειμή την αλληλοκτονίαν των Λαών, διά να ανέρχωνται υψηλά οι τύραννοι, οίτινες απαθείς και λάμποντες εκ της χλιδής και του χρυσού εδημιούργησαν τα μέσα ταύτα».
Την ιδεολογία του Αντύπα παρά τις προοδευτικές και ριζοσπαστικές βάσεις της διέπνεε ένα ζωηρό αίσθημα πατριωτισμού· όμως, επρόκειτο για έναν πατριωτισμό ιδιόμορφο, αφού δεν τον έβλεπε ως μέσο απομόνωσης και περιχαράκωσης των λαών, αλλά, ταυτίζοντας την πατρίδα με το λαό, τον θωρούσε ως κατοχύρωση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του. Για το λόγο αυτό, παρουσίαζε την ελληνική αρχαιότητα και τις παραδόσεις του τόπου ως αναφαίρετο κτήμα και ιερή παρακαταθήκη του λαού και ως κίνητρο για την κοινωνική κάθαρση και αλλαγή.
Παράλληλα με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία σημαντική επιρροή δέχτηκε ο Αντύπας και από τη χριστιανική ηθικολογία· κι αυτήν, όμως, την καταλάβαινε ξεκομμένη από τη μεταφυσική χριστιανική αντίληψη και τη νοούσε ως πολιτική ενεργητικής πάλης, τοποθετημένη στέρεα στη φυσική ανθρώπινη υπόσταση. Και η χριστιανική διδασκαλία τον έθελγε, συνεχίζει ο Σπ. Λουκάτος, μόνο στο βαθμό που συντελούσε στην πανανθρώπινη ισότητα και αδελφότητα.
Συνειδητοποιώντας πως το κατεστημένο είναι διεφθαρμένο από την ίδια του τη φύση και τη δομή, ο Αντύπας πίστευε ένθερμα στην ανάγκη κατάλυσής του· γι’ αυτό και αναγνώριζε την αναγκαιότητα πάλης ως μέσο ανατροπής της πραγματικότητας και φορέα πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών.
Το όλο ιδεολογικό του πλέγμα διαπνεόταν από έντονο επαναστατικό πνεύμα και εκρηκτικότητα. Αναφέρει στην «Ανάστασις» την 17.09.1905: «Είμεθα επαναστάται! Ούτος είνε ο τίτλος μας και διά τούτο καυχώμεθα! Ζητούμεν Επανάστασιν ιδεών, Επανάστασιν αισθημάτων, Παγκόσμιον Επανάστασιν Διοικητικού και Πολιτικού και Θρησκευτικού Συστήματος! Θέλομεν δηλαδή να επαναστατήσει ο εργάτης κατά του Κηφήνος, ο Χωρικός κατά του Αφέντου, ο δούλος κατά του Κυρίου». Και συνεχίζει ονειρευόμενος μία παγκόσμια Ηθική επανάσταση, η οποία θα επιβάλλει «καθαίρεσιν των βασιλέων, εξαφάνισιν των πλουσίων, κατεδάφισιν των στρατώνων και των ναυστάθμων, κατάργησιν των κοινωνικών τάξεων».
Θεωρούσε ότι η εξέγερση των λαών είναι «ο θάνατος των τυράννων, η κατεδάφισις των μεγάρων, ο φόνος των μεγάλων κλεπτών, το απαγχόνισμα των αριστοκρατών. Είναι πυρ και σίδηρος καίων και αποτεφρόνων και καλείται ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ και αύτη; ΠΡΟΟΔΟΣ».
Η ιδεολογία του Αντύπα, σφυρηλατημένη στη ριζοσπαστική παράδοση της Κεφαλλονιάς και το μεγάλο κίνημα του αναρχισμού που τον 19ο αιώνα άνθιζε στην Κέρκυρα, δέχτηκε στη συνέχεια την επιρροή σοσιαλιστικών αντιλήψεων. Γράφει ο ίδιος στην εφημερίδα του την 20.11.1904: «εφ’ όσον αι ανθρωπιστικαί βάσεις του Μεγάλου Ρουσσώ και του Ηθικού Επαναστάτου Τολστόη και η σμίλη του Μεγάλου Κουροπάτκιν (σ.σ. Κροπότκιν) και του Μπακουνίν (σ.σ. Μπακούνιν) δεν Νομοθετίσουν νέους Νόμους και δεν χαράζουν βαθειά μες στα στέρνα των Λαών τα νέα άρθρα του ανθρωπιστικού Κώδικος… αδύνατον αι κοινωνίαι να γευθώσιν των καρπών της Δικαιοσύνης και αληθείας».
Ο Γ. Κορδάτος στην «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα» αναφέρει γι’ αυτόν: «Ούτε ξένες γλώσσες ξέρει ούτε μόρφωση σοσιαλιστική έχει. Τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Τολστόι, του Κροπότκιν, του Μπέμπελ, του Ζολά κ.ά. τον επηρεάζουν πολύ. Θα είχε διαβάσει επίσης την ιστορία της γαλλικής Επανάστασης καθώς και τις αναρχικές μπροσούρες που είχαν κυκλοφορήσει... στην Πάτρα, στον Πύργο και αλλού. Το δίχως άλλο κι απ’ τα φυλλάδια του Καλλέργη και του Δρακούλη κάτι θα πήρε. Στο μυαλό του, όμως, δεν ξεχώριζε τον Τολστόι από τον Μπέμπελ, τον Ζολά από τον Κροπότκιν. Όλους τους έπαιρνε για σοσιαλιστές της ίδιας μάρκας».
Ο ίδιος ο Αντύπας σε άρθρο του της 22.02.1907 γράφει για τον εαυτό του: «… δυστυχώς, δεν είμαι ούτε ήρωας ούτε άγιος ούτε πατριώτης και δεν κινδυνεύω τόσον. Είμαι όμως ένας μικρός φορεύς χαλίκων προωρισμένων διά την άνευ ορίων οικοδομήν της αγάπης και άλληλοβοηθείας...». Και συνεχίζει «… διά τούτο παρακαλώ να δημοσιεύσητε τι είμαι και τι προσπαθώ, ίνα απαλλάξω την κοινήν γνώμην από την περιέργεια που της εκόλλησεν, οι μεν φίλοι παριστώντες με ως γίγαντα, ενώ είμαι ένας νάνος, οι δε εχθροί παριστώντες με ως ένα αιμοβόρον λύκον, ενώ είμαι ένα αρνί-ον χωρίς μαλλί».
Ένας «μικρός φορεύς χαλίκων», ένα «αρνίον», ένας «νάνος» που το όραμά του, όμως, ξεπερνούσε το αγροτικό ζήτημα, κοιτούσε το μέλλον και άγγιζε, αν δεν προωθούσε, το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ο Μαρίνος Αντύπας, αναφέρει ο Δ. Ανδρουτσόπουλος, «δεν ήταν απλά ένας ρομαντικός ουτοπιστής, όπως συχνά παρουσιάζεται, αλλά ένας εξεγερμένος».
22530
Μου αρέσει Προσθήκη σε... Αποστολή
Πηγές και βιβλιογραφία
- Μαρίνου Αντύπα, «Προς τον λαόν και άλλα κείμενα», εκδόσεις Κούριερ εκδοτική, εισαγωγή Θ. Μπενάκη, Αθήνα 2000.- Μαρίνου Αντύπα, «Τι είμαι» και «Βλάπτει», εφημερίδα Πανθεσσαλική, 26/27.02.1907 και εφημερίδα Ανάστασις, 24.03.1907.- Μαρίνου Αντύπα, «Το πρόγραμμά μας», εφημερίδα Ανάστασις, 23.4.1905.- Μαρίνου Αντύπα, «Είμεθα επαναστάται», εφημ. Ανάστασις, 17.9.1905.- Δημ. Ανδρουτσόπουλου, «Μαρίνος Αντύπας», Ιστορικό Αναρχικό Δελτίο, Αναρχικό δελτίο 43, Φλεβάρης 2007.- Χρήστου Βραχνιάρη, «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910-Τρίκαλα 1925», εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 1985.- «Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα», εισαγωγή, επιλογή κειμένων Παναγιώτης Νούτσος, εκδόσεις Γνώση, τόμος Α΄.- Γιάννη Δ. Καψάλη, «Μαρίνος Αντύπας, ο πρωτομάρτυρας σοσιαλιστής και πρόδρομος του Κιλελέρ», εκδόσεις Γ. Ήβος.- Γ. Κορδάτου, «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1972.- Σπύρου Λουκάτου, «Μαρίνος Αντύπας: Η ζωή, η εποχή, η ιδεολογία, η δράση και η δολοφονία του», Έκδοση Ομοσπονδίας Κεφαλληνιακών και Ιθακησίων Σωματείων, Αθήνα 2007.- Γιώργου Πετρόπουλου, «Μαρίνος Αντύπας, ο μάρτυρας της αγροτιάς», εφημερίδα Ριζοσπάστης, 10.03.2002.- Γιώργου Πετρόπουλου, «Εκατό χρόνια από τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα», εφημερίδα Ριζοσπάστης, 06.05.2007.- Τζουγανάτου Νικόλαου, «Ο Μαρίνος Αντύπας και οι σοσιαλιστικές εξελίξεις στην Κεφαλονιά», 1978.- «Μαρίνος Αντύπας, άγιος των κολίγων, εφιάλτης των τσιφλικάδων», εφημερίδα Ποντίκι, αφιέρωμα, 15.3.2007.- «Υδρία, ελληνική και παγκόσμια, μεγάλη γενική εγκυκλοπαίδεια», εταιρεία ελληνικών εκδόσεων, 1980, τόμος 9, σελ 110-111।
(Δημοσιεύτηκε στην αναρχική έκδοση "Νυκτεγερσία")