Στα μαχαίρια,με το υπάρχον,τους υπερασπιστές και τους ψευδείς επικριτές του...
Είναι αναγκαίο να έρθουμε στα μαχαίρια με όλα αυτά.
Καθένας απο εμάς μπορεί να πάψει να κλωθογυρίζει στη σκλαβιά των όσων δεν γνωρίζει και αρνούμενος το δόλωμα των άδειων λέξεων,να έρθει στα μαχαίρια με τη ζωή.
Και επειδή ακόμα και οι κοιμισμένοι συνεργούν σε οσα γίνονται στον κόσμο,ήρθε η ώρα να ακονίσουμε τα μαχαίρια...

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Ερρίκο Μαλατέστα: Αναρχία (μέρος τρίτο)

Συνέχεια από το Δεύτερο μέρος  (μπορείτε να διαβάσετε το Πρώτο μέρος εδώ )

Ως τώρα έχουμε εξετάσει την κυβέρνηση όπως είναι κι όπως αναγκαστικά πρέπει να είναι σε μια κοινωνία που θεμελιώνεται πάνω στο προνόμιο, στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο, πάνω στον ανταγωνισμός των συμφερόντων και στην κοινωνική διαμάχη, κοντολογίς, πάνω στην ατομική ιδιοκτησία.
Έχουμε δει πως αυτή η κατάσταση ανταγωνισμού, απέχοντας πολύ απ’ το ν’ αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση της ανθρώπινης ζωής, είναι αντίθετη με τα συμφέροντα του ατόμου και του ανθρώπινου είδους γενικότερα. Έχουμε παρατηρήσει πως η συνεργασία, η αλληλεγγύη των συμφερόντων, είναι ο νόμος της ανθρώπινης προόδου κι έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και τον τερματισμό κάθε κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, δε θα υπήρχε κανένας λόγος που να δικαιολογεί την ύπαρξη της κυβέρνησης – επομένως θα πρέπει να καταργηθεί.
Αλλά μπορεί να προβληθεί η αντίρρηση πως, αν επρόκειτο ν’ αλλάξει η αρχή πάνω στην οποία βασίζεται τώρα η κοινωνική οργάνωση κι η αλληλεγγύη ν’ αντικαταστήσει τον ανταγωνισμό, η συλλογική ιδιοκτησία την ατομική ιδιοκτησία, θα άλλαζε επίσης κι η φύση της κυβέρνησης. Αντί να είναι ο υπερασπιστής κι εκπρόσωπος των συμφερόντων μια τάξης, θα γινόταν, αν δεν υπήρχαν πια τάξεις, εκπρόσωπος όλης της κοινωνίας. Η αποστολή της θα ’ταν να εξασφαλίζει και να ρυθμίζει την κοινωνική συνεργασία για το συμφέρον όλων και να εκπληρώνει δημόσιες υπηρεσίες γενικής ωφέλειας. Θα υπεράσπιζε την κοινωνία ενάντια σε πιθανές απόπειρες επανεγκαθίδρυσης του προνόμιου και θα εμπόδιζε ή θα κατέπνιγε όλες τις επιθέσεις, οποιουδήποτε τυχόν απειλούσε τη ζωή, ευημερία ή ελευθερία του ατόμου.
Υπάρχουν στην κοινωνία ορισμένα πολύ σημαντικά ζητήματα, που απαιτούν πάρα πολύ, συνεχή, τακτική προσοχή για ν’ αφεθούν στην εθελοντική διαχείριση των ατόμων, δίχως να προκύψει ο κίνδυνος να βυθιστούν τα πάντα στην αταξία.
Αν δεν υπήρχε κυβέρνηση, ποιός θα οργάνωνε την συγκέντρωση και τη διανομή των προμηθειών; Ποιός θα ρύθμιζε τα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες κλπ; Ποιός θα διεύθυνε τη δημόσια εκπαίδευση; Ποιός θα αναλάμβανε αυτές τις μεγάλες εργασίες της εξερεύνησης, βελτίωσης σε μεγάλη κλίμακα, της επιστημονικής έρευνας κλπ. Που μεταμορφώνουν το πρόσωπο της γης και μεγαλώνουν στο εκατονταπλάσιο τη δύναμη του ανθρώπου;
Ποιός θα ενδιαφερόταν για τη συντήρηση και την αύξηση του κεφαλαίου, που θα μπορούσε να μεταβιβαστεί στους απογόνους εμπλουτισμένο και βελτιωμένο;
Ποιός θα εμπόδιζε την καταστροφή των δασών ή την παράλογη εκμετάλλευση κι απογύμνωση της γης;
Ποιός θα υπήρχε για να εμποδίσει και να καταστείλει τα εγκλήματα, δηλαδή, τις αντικοινωνικές πράξεις;
Τί θα γινόταν μ’ εκείνους που, παραβλέποντας το νόμο της αλληλεγγύης, δε θα δούλευαν; Ή εκείνους που πιθανόν να μετέδιδαν μια μολυσματική ασθένεια σε μια χώρα, αρνούμενοι να υπακούσουν στη ρύθμιση της υγιεινής απ’ την επιστήμη; Ή, ξανά, τί θα μπορούσε να γίνει μ’ εκείνους που, είτε ήταν παράφρονες είτε όχι, πιθανόν να πυρπολούσαν τη συγκομιδή, να πλήγωναν παιδιά ή να εκμεταλλεύονταν και να επωφελούνταν απ’ τους αδύναμους;
Το να καταστραφεί η ατομική ιδιοκτησία και να καταργηθεί η τωρινή κυβέρνηση, δίχως να επανασυσταθεί μια κυβέρνηση που θα οργάνωνε τη συλλογική ζωή και θα εξασφάλιζε την κοινωνική αλληλεγγύη, δε σημαίνει ότι καταστράφηκε το προνόμιο κι ότι ήρθε η ειρήνη κι η ευημερία πάνω στη γη. Σημαίνει την καταστροφή κάθε κοινωνικού δεσμού, την εγκατάλειψη της ανθρωπότητας ώστε να ξαναβυθιστεί στη βαρβαρότητα, την επανεμφάνιση της βασιλείας του «ο καθένας για τον εαυτό του», που θα κατοχύρωνε ξανά το θρίαμβο, πρώτα, της ωμής βίας και, ύστερα, του οικονομικού προνόμιου.
Τέτοιες είναι οι αντιρρήσεις που προβάλλονται απ’ τους εξουσιαστές, ακόμα κι από σοσιαλιστές, που επιθυμούν να καταργήσουν την ατομική ιδιοκτησία και την ταξική κυβέρνηση που θεμελιώθηκε πάνω στο σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας.
Απαντούμε:
Αρχικά, δεν είναι αλήθεια ότι με μια αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, θ’ άλλαζε επίσης κι η φύση της κυβέρνησης και των λειτουργιών της. Όργανα και λειτουργίες είναι αναπόσπαστοι όροι. Αφαίρεσε από ένα όργανο τη λειτουργία του κι είτε το όργανο θα πεθάνει ή η λειτουργία του θ’ αποκατασταθεί. Φτιάξε ένα στρατό σε μια χώρα, που να μη δικαιολογείται η ύπαρξή του ή που δεν υπάρχει φόβος για εξωτερικό πόλεμο κι αυτός ο στρατός θα προκαλέσει πόλεμο, ή αν δεν κατορθώσει να το κάνει θα διαλυθεί. Μια αστυνομική δύναμη, εκεί όπου δεν υπάρχουν εγκλήματα για ν’ ανακαλυφθούν κι εγκληματίες για να συλληφθούν, θα προκαλέσει ή θα επινοήσει εγκλήματα ή θα πάψει να υπάρχει.
Στη Γαλλία υπήρχε εδώ κι αιώνες ένα ίδρυμα, που υπάγεται τώρα στη διαχείριση των δασών, για την εξολόθρευση των λύκων κι άλλων άγριων ζώων. Κανείς δεν θα εκπλαγεί μαθαίνοντας ότι, χάρη ακριβώς σ’ αυτό το ίδρυμα, εξακολουθούν να υπάρχουν λύκοι στη Γαλλία κι ότι, σε ορισμένες εποχές, προκαλούν μεγάλη ζημιά. Το κοινό δίνει λίγη προσοχή στους λύκους, γιατί υπάρχουν διορισμένοι κυβερνητικοί υπάλληλοι, των οποίων το καθήκον είναι να σκέφτονται γι’ αυτούς. Κι οι υπάλληλοι αυτοί όντως τους κυνηγάνε, αλλά μ’ έναν έξυπνο τρόπο, αφήνοντας άθικτες τις φωλιές τους κι αφήνοντας χρόνο για την αναπαραγωγή, έτσι ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος να καταστραφεί ολότελα ένα τόσο ενδιαφέρον είδος. Οι Γάλλοι χωρικοί τρέφουν όντως πολύ λίγη εμπιστοσύνη σ’ αυτούς τους κυβερνητικούς κυνηγούς λύκων και τους θεωρούν μάλλον σαν υπερασπιστές των λύκων. Και, φυσικά, τί θα έκαναν αυτοί οι κυβερνητικοί υπάλληλοι αν δεν υπήρχαν πια λύκοι για να εξολοθρευτούν;
Μια κυβέρνηση, δηλαδή, ένας αριθμός προσώπων που είναι εντεταλμένος για να κάνει τους νόμους κι εξουσιοδοτημένος να εκμεταλλεύεται τις συλλογικές δυνάμεις της κοινωνίας για να κάνει κάθε άτομο να σέβεται αυτούς τους νόμους, συνθέτει ήδη μια τάξη προνομιούχα και διαχωρισμένη απ’ την υπόλοιπη κοινότητα. Μια τέτοια τάξη, όπως κάθε εκλεγμένο σώμα, θα επιδιώκει ενστικτώδικα να μεγαλώνει τη δύναμή της, να επιβάλει τις τάσεις της και να κάνει κυρίαρχα τα συμφέροντά της. Τοποθετημένη σε προνομιούχα θέση, η κυβέρνηση βρίσκεται πάντα σε ανταγωνισμό με τις μάζες, των οποίων καταβροχθίζει τη δύναμη.
Επιπλέον, μια κυβέρνηση, ακόμα κι αν είχε τις καλύτερες προθέσεις, δε θα μπορούσε ποτέ να ικανοποιήσει όλους, ακόμα κι αν κατόρθωνε να ικανοποιήσει μερικούς. Θα πρέπει επομένως να υπερασπίζει τον εαυτό της ενάντια στους δυσαρεστημένους και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να συμμαχεί με το ικανοποιημένο μέρος της κοινότητας, προκειμένου να έχει την απαραίτητη υποστήριξη. Και μ’ αυτό τον τρόπο θα εμφανιστεί ξανά μια προνομιούχα τάξη, που δεν μπορεί να βοηθήσει σε τίποτα αλλά μόνο ν’ αναπτυχθεί σε σύμπραξη με την κυβέρνηση. Αυτή η τάξη, ακόμα κι αν δεν μπορούσε να ξαναπάρει την κατοχή της γης, θα μονοπωλούσε οπωσδήποτε τις πιο ευνοϊκές καταστάσεις και τελικά δε θα ’ταν λιγότερο καταπιεστική, ή ένα μικρότερο όργανο εκμετάλλευσης απ’ ότι η καπιταλιστική τάξη.
Οι κυβερνήτες, συνηθισμένοι να διατάζουν, δε θα επιθυμούσαν ποτέ ν’ αναμιχθούν με το ανώνυμο πλήθος. Αν δεν μπορούσαν να διατηρήσουν στα χέρια τους την εξουσία, θα εξασφάλιζαν τουλάχιστον προνομιούχες θέσεις για την εποχή που θ’ αποσύρονταν απ’ το αξίωμά τους. Θα χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα που διέθεταν για να εκλεγούν οι φίλοι τους σα διάδοχοί τους, οι οποίοι, με τη σειρά τους θα υποστηρίζονταν και θα προστατεύονταν απ’ τους προκατόχους τους. Κι έτσι η κυβέρνηση θα περνούσε και θα ξαναπερνούσε στα ίδια χέρια κι η δημοκρατία, δηλαδή, η κυβέρνηση ολόκληρου του λαού, θα κατέληγε, όπως έχει γίνει πάντα, να γίνει μια ολιγαρχία, ή η κυβέρνηση των λίγων, η κυβέρνηση μιας τάξης.
Κι αυτή η πανίσχυρη, καταπιεστική, ολοκληρωτικά αφομοιωτική ολιγαρχία, θα είχε πάντα στη φροντίδα και στη διάθεσή της κάθε σταλιά του κοινωνικού κεφαλαίου, όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, απ’ την παραγωγή και τη διανομή των αγαθών ως τη βιομηχανική παραγωγή των σπίρτων, απ’ τον έλεγχο του πανεπιστημίου ως τον έλεγχο των μιούζικ χωλ.
Αλλά ας υποθέσουμε ακόμα ότι η κυβέρνηση δεν αποτελεί αναγκαστικά μια προνομιούχα τάξη κι ότι μπορούσε να υπάρξει, δίχως να σχηματίσει γύρω της μια νέα προνομιούχα τάξη. Ας φανταστούμε ότι μπορούσε να παραμείνει αληθινά αντιπροσωπευτική, ο υπηρέτης – αν θέλετε – ολόκληρης της κοινωνίας. Με τί ιδιαίτερα και με ποιό τρόπο θα μεγάλωνε αυτό τη δύναμη, την εξυπνάδα, το πνεύμα αλληλεγγύης, τη φροντίδα της γενικής ευημερίας, τωρινής και μελλοντικής, που υπήρχε σε οποιαδήποτε δοσμένη χρονική στιγμή σε μια δοσμένη κοινωνία;
Ισχύει πάντα η παλιά ιστορία του ανθρώπου με τα ενωμένα πόδια που, έχοντας καταφέρει να ζει παρόλα τα δεσμά του, πιστεύει ότι ζει χάρη σ’ αυτά. Είμαστε συνηθισμένοι να ζούμε κάτω από μια κυβέρνηση, που χρησιμοποιεί όλη την ενέργεια, την εξυπνάδα και τη θέληση, που μπορεί να τις κατευθύνει στους δικούς της στόχους, αλλά και που εγκλωβίζει, παραλύει και καταστέλλει εκείνους που είναι άχρηστοι ή εχθρικοί απέναντί της. Και φανταζόμαστε πως ό,τι γίνεται στην κοινωνία γίνεται χάρη στην κυβέρνηση κι ότι δίχως αυτή δε θα υπήρχε ούτε ενέργεια, κι εξυπνάδα, ούτε καλή θέληση στην κοινωνία. Έτσι συμβαίνει (όπως έχουμε ήδη πει0, ο ιδιοκτήτης, που έχει ιδιοποιηθεί τη γη, να την καλλιεργήσει για λογαριασμό του, αφήνοντας στο δουλευτή τα αμέσως απαραίτητα για τη συντήρησή του και για τα οποία μπορεί και θα συνεχίσει να δουλεύει, ενώ πιστεύει ότι δε θα μπορούσε να ζήσει δίχως το αφεντικό του, λες κι ο τελευταίος ήταν εκείνος που δημιούργησε τον κόσμο και τις φυσικές δυνάμεις.
Τί μπορεί να προσθέσει η ίδια η κυβέρνηση στις ηθικές κι υλικές δυνάμεις που υπάρχουν σε μια κοινωνία, εκτός αν είναι ο Θεός της Βίβλου, που δημιούργησε τον κόσμο απ’ το μηδέν;
Όπως δε δημιουργείται τίποτα στο λεγόμενο υλικό κόσμο, έτσι δεν μπορεί να δημιουργηθεί τίποτα και σ’ αυτή την πιο πολύπλοκη μορφή του υλικού κόσμου, που αποτελεί τον κοινωνικό κόσμο. Επομένως οι κυβερνήτες δεν μπορούν να προσθέσουν καμιά άλλη δύναμη εκτός από κείνη που υπάρχει ήδη στην κοινωνία και πραγματικά αυτό δεν μπορεί να γίνει με κανένα μέσο, γιατί μεγάλο μέρος της δύναμης παραλύει αναγκαστικά και καταστρέφεται από τις κυβερνητικές μεθόδους δράσης, ενώ, ξανά, ακόμα μεγαλύτερο σπαταλιέται στη σύγκρουση με επαναστατικά στοιχεία, που είναι αναπόφευκτα μεγάλη σ’ ένα τέτοιο τεχνητό μηχανισμό. Όπου οι κυβερνήτες δημιουργούνε κάτι οι ίδιοι, το κάνουν αυτό σαν άτομα κι όχι σαν κυβερνήτες. Κι απ’ αυτό το ποσοστό δύναμης, τόσον υλικής όσο κι ηθικής, που παραμένει στη διάθεση της κυβέρνησης, μόνο ένα απειροελάχιστο μέρος πετυχαίνει ένα σκοπό, που είναι πραγματικά ωφέλιμος για την κοινωνία. Το υπόλοιπο, είτε αναλώνεται άμεσα στην ενεργητική καταστολή της επαναστατικής αντίθεσης, ή, διαφορετικά, παρεκκλίνει απ’ το σκοπό της γενικής ωφέλειας και υπηρετεί την ωφέλεια των λίγων και τη ζημιά των πολλών ανθρώπων.
Τόσες πολλές υπήρξαν οι συζητήσεις για το ρόλο που παίζουν η ατομική πρωτοβουλία κι η κοινωνική δράση στη ζωή και την πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας και τέτοια είναι η σύγχυση που προκαλεί η μεταφυσική γλώσσα, ώστε εκείνοι που επιβεβαιώνουν ότι η ατομική πρωτοβουλία αποτελεί την πηγή και το φορέα κάθε δράσης, φαίνονται να επιβεβαιώνουν κάτι ολότελα παράλογο. Στην πραγματικότητα αυτό αποτελεί μια κοινοτοπία, που γίνεται άμεσα κατάφωρη όταν αρχίζουμε να εξηγούμε τα πραγματικά γεγονότα που αντιπροσωπεύουν αυτές οι λέξεις.
Το πραγματικό ον είναι ο άνθρωπος, το άτομο• η κοινωνία ή το σύνολο και το Κράτος ή η κυβέρνηση, που ισχυρίζεται ότι την αντιπροσωπεύει, αν δεν είναι ρηχές αφαιρέσεις, δεν μπορούν να είναι τίποτα άλλο παρά σύνολα ατόμων. Απ’ το ατομικό όργανο είναι που αντλούν αναγκαστικά την καταγωγή τους όλες οι σκέψεις κι όλη η ανθρώπινη δράση. Αρχικά ατομικές, γίνονται ύστερα συλλογικές σκέψεις και ενέργειες, όταν υιοθετούνται από κοινού από πολλά άτομα. Η κοινωνική δράση, τότε, δεν αποτελεί την άρνηση, ούτε το συμπλήρωμα της ατομικής πρωτοβουλίας, αλλά αποτελεί το άθροισμα των πρωτοβουλιών, σκέψεων κι ενεργειών όλων των ατόμων που αποτελούν την κοινωνία: ένα αποτέλεσμα που, αν παραμείνουν τα πράγματα όπως έχουν, είναι περισσότερο ή λιγότερο σπουδαίο, ανάλογα με το αν οι ατομικές δυνάμεις τείνουν προς τον ίδιο σκοπό, ή αν αποκλίνουν και συγκρούονται. Αν, απ’ την άλλη μεριά, όπως συμβαίνει με τους εξουσιαστές, λέγοντας κοινωνική δράση εννοούμε την κυβερνητική δράση, τότε αυτό είναι ξανά αποτέλεσμα ατομικών μορφών, αλλά των ατόμων εκείνων μόνο που, είτε αποτελούν μέρος της κυβέρνησης, ή που, χάρη στη θέση τους, μπορούν να επηρεάσουν τη διεύθυνση της κυβέρνησης.
Έτσι, στις συγκρούσεις τόσων αιώνων ανάμεσα στην ελευθερία και την εξουσία, ή, με άλλα λόγια, ανάμεσα στη κοινωνική ισότητα και στις κοινωνικές κάστες, το επίμαχο ζήτημα δεν ήταν πραγματικά οι σχέσεις ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο ή η αύξηση της ανεξαρτησίας του ατόμου σε βάρος του κοινωνικού ελέγχου ή το αντίστροφο. Αφορούσε μάλλον την παρεμπόδιση οποιουδήποτε ατόμου απ’ το να καταπιέζει τα άλλα, την παροχή σε όλους των ίδιων δικαιωμάτων και των ίδιων μέσων δράσης. Αφορούσε την αντικατάσταση της πρωτοβουλίας των λίγων, που καταλήγει αναγκαστικά στην καταπίεση όλων των άλλων, με την πρωτοβουλία των πολλών, που καταλήγει, όπως είναι φυσικό, να ωφελεί όλους. Κοντολογίς, είναι πάντα το ζήτημα τού να δοθεί ένα τέλος στην κυριαρχία κι εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μ’ ένα τέτοιο τρόπο που να ενδιαφέρονται όλοι για την ευημερία του συνόλου και που η ατομική δύναμη του καθένα, αντί να καταπιέζει, να αντιμάχεται και να καταστέλει άλλους, ν’ ανακαλύψει τη δυνατότητα της πλήρους ανάπτυξης κι ο καθένας να επιδιώκει να ενωθεί με άλλους για τη μεγαλύτερη ωφέλεια όλων.
Απ’ όσα είπαμε παραπάνω προκύπτει ότι η ύπαρξη μιας κυβέρνησης, ακόμα κι αν υποθέσουμε πως θα ήταν δυνατή η ιδανική κυβέρνηση των εξουσιαστικών σοσιαλιστών, απέχοντας πολύ απ’ το να γεννάει μια αύξηση παραγωγικής δύναμης, θα την εξαφάνιζε σε μεγάλο βαθμό γιατί η κυβέρνηση θα περιόριζε την πρωτοβουλία σε μια μειοψηφία• θα έδινε σ’ αυτούς τους λίγους το δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλουν, δίχως να μπορεί, φυσικά, να τους προικίσει με τη γνώση ή την κατανόηση όλων των πραγμάτων.
Στην πραγματικότητα αν απογυμνώσεις τη νομοθεσία κι όλες τις λειτουργίες της κυβέρνησης απ’ ό,τι αποβλέπει στην προστασία των προνομιούχων κι ό,τι αντιπροσωπεύει τις επιθυμίες τις επιθυμίες μόνο των προνομιούχων τάξεων, δεν απομένει τίποτα παρά μόνο το σύνολο των ατόμων που κυβερνάνε. «Το Κράτος», λέει ο Σισμόντι, «είναι πάντα μια συντηρητική δύναμη που ασκεί εξουσία, ρυθμίζει κι οργανώνει τις κατακτήσεις της προόδου (κι η ιστορία αποδείχνει ότι τις εφαρμόζει για λογαριασμό της και για λογαριασμό άλλων προνομιούχων τάξεων), αλλά ποτέ δεν τις εγκαινιάζει. Οι νέες ιδέες ξεφυτρώνουν πάντα από κάτω, συλλαμβάνονται στα θεμέλια μιας κοινωνίας κι ύστερα, όταν γίνουν γνωστές, μετατρέπονται σε γνώμη κι αναπτύσσονται. Αλλά θα πρέπει να συναντήσουν πάντα στο δρόμο τους και να πολεμήσουν, τις κατεστημένες δυνάμεις της παράδοσης, του εθίμου, του προνόμιου και της πλάνης».
Για να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε να υπάρξει μια κοινωνία δίχως κυβέρνηση, είναι αρκετό να στρέψουμε την προσοχή μας σε μια σύντομη εξέταση του τί πραγματικά συμβαίνει στην τωρινή μας κοινωνία. Θα δούμε ότι στην πραγματικότητα οι πιο σημαντικές κοινωνικές λειτουργίες εκπληρώνονται, ακόμα και σήμερα, έξω από την παρέμβαση της κυβέρνησης. Επίσης ότι η κυβέρνηση επεμβαίνει μόνο για να εκμεταλλευτεί τις μάζες ή να υπερασπίσει τους προνομιούχους ή, τέλος, για να υμνήσει, δίχως βασικά να χρειάζεται, όλα όσα έγιναν δίχως τη βοήθειά της, συχνά παρά την ύπαρξή της και σε αντίθεση μ’ αυτή. Οι άνθρωποι εργάζονται, ανταλλάσσουν, μελετάνε, ταξιδεύουν, ακολουθούν κατά προτίμηση τις τρέχουσες αρχές της ηθικής ή της υγιεινής• κερδίζουν απ’ την πρόοδο της επιστήμης και της τέχνης, έχουν αμέτρητα κοινά συμφέροντα δίχως ποτέ να αισθανθούν την ανάγκη κάποιου, που να τους δείχνει πώς να φέρονται σε σχέση μ’ αυτά τα θέματα. Αντίθετα, αυτά ακριβώς τα πράγματα, στα οποία δεν υπάρχει καμιά κρατική παρέμβαση, είναι εκείνα που ευνοούν το καλύτερο και γεννούν τη λιγότερη διαφωνία, όντας ασυνείδητα προσαρμοσμένα στην  επιθυμία όλων, με τον τρόπο που θεωρείται πιο ωφέλιμος κι αποδεκτός.
Ούτε είναι πιο απαραίτητη η κυβέρνηση για μεγάλα έργα, ή για κείνες τις δημόσιες υπηρεσίες που απαιτούν τη σταθερή συνεργασία πολλών ανθρώπων διαφόρων συνθηκών και χωρών. Χιλιάδες απ’ αυτά τα έργα αποτελούν ακόμα και τώρα το έργο εθελοντικά σχηματισμένων ενώσεων. Κι αυτά είναι, κατά κοινή αναγνώριση, τα έργα που πέτυχαν τα καλύτερα αποτελέσματα. Δεν αναφερόμαστε στις ενώσεις των καπιταλιστών, που οργανώνονται με εκμεταλλευτικά μέσα, παρόλο που ακόμα κι αυτές δείχνουν ικανότητες και δυνάμεις ελεύθερης ένωσης, που μπορεί να επεκταθεί μέχρι ν’ αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους όλων των χωρών και συμπεριλαμβάνει τα πιο πλατιά και πιο ποικίλα συμφέροντα. Μιλάμε μάλλον για κείνες τις ενώσεις που εμπνέονται απ’ την αγάπη για την ανθρωπότητα ή απ’ το πάθος για τη γνώση ή απλά ακόμα κι απ’ την επιθυμία για διασκέδαση και την αγάπη για επευφημία, καθώς αυτές αντιπροσωπεύουν καλύτερα τέτοιες ομαδοποιήσεις όπως εκείνες που θα υπάρχουν σε μια κοινωνία όπου, αφού καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία κι ο εσωτερικός ανταγωνισμός, ο καθένας θα βρίσκει ότι τα συμφέροντά του συμβιβάζονται με τα συμφέροντα όλων και τη μεγαλύτερη ικανοποίησή του στο να κάνει καλό και να ευχαριστεί τους άλλους. Επιστημονικές ενώσεις και συνέδρια, ενώσεις Ερυθρού Σταυρού και ναυαγοσωστικές, εργατικές ενώσεις, ειρηνιστικές, εθελοντές που δεν διστάζουν να τρέξουν σε βοήθεια, σε καιρούς μεγάλων κοινωνικών συμφορών, αποτελούν όλα παραδείγματα ανάμεσα σε χιλιάδες, αυτής της δύναμης του πνεύματος της ένωσης, που εμφανίζεται πάντα όταν ξεπροβάλει μια ανάγκη, ή όταν γεννιέται ένας ενθουσιασμός και τα μέσα δεν απογοητεύουν. Το ότι οι εθελοντικές ενώσεις δεν καλύπτουν τον κόσμο και δεν αγκαλιάζουν κάθε κλάδο υλικής και ηθικής δραστηριότητας, είναι αποτέλεσμα εμποδίων που βάζουν στο δρόμο τους οι κυβερνήσεις, των ανταγωνισμών που δημιουργούνται απ’ την κατοχή της ατομικής ιδιοκτησίας και της αδυναμίας και του εξευτελισμού, στις οποίες υποβιβάζει την πλειονότητα των ανθρώπων η μονοπώληση του πλούτου από μέρους των λίγων.
Η κυβέρνηση αναλαμβάνει τη διεύθυνση, λογουχάρη, των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών υπηρεσιών. Αλλά με ποιό τρόπο πραγματικά τις βοηθάει; Όταν οι άνθρωποι είναι σε μια τέτοια κατάσταση, ώστε να μπορούν ν’ απολαμβάνουν και να αισθάνονται την ανάγκη τέτοιων υπηρεσιών, θα σκεφτούν να τις οργανώσουν κι ο άνθρωπος που διαθέτει την απαραίτητη τεχνική γνώση, δε θα χρειάζεται ένα κυβερνητικό δίπλωμα, που να τού δίνει τη δυνατότητα ν’ αρχίσει να δουλεύει. Όσο πιο γενική και επιτακτική είναι η ανάγκη, τόσο περισσότεροι εθελοντές θα προσφερθούν για να την ικανοποιήσουν. Θα είχαν οι άνθρωποι την απαραίτητη ικανότητα για να συγκεντρώσουν και να διανείμουν τ’ αγαθά; Ποτέ μην φοβηθείτε, δεν πρόκειται να πεθάνουν απ’ την πείνα, περιμένοντας από μια κυβέρνηση να θεσπίσει νόμους γι’ αυτό το ζήτημα. Όπου υπάρχει μια κυβέρνηση, θα πρέπει να περιμένει πρώτα μέχρις ότου να οργανώσουν τα πάντα οι άνθρωποι κι ύστερα να έρθει με τους νόμους της και να επικυρώσει και να εκμεταλλευτεί ό,τι έχει ήδη γίνει. Είναι φανερό ότι το ατομικό συμφέρον αποτελεί το σοβαρότερο κίνητρο κάθε δραστηριότητας. Αν ισχύει αυτό, τότε, αν το συμφέρον όλων γίνει συμφέρον του καθένα (και θα γίνει αναγκαστικά μόλις καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία), όλοι θα είναι ενεργητικοί. Αν εργάζονται τώρα για λογαριασμό των λίγων, για να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα όλων, θα εργαστούν πολύ περισσότερο και πολύ καλύτερα. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς μπορεί να πιστεύει κανείς ότι οι δημόσιες υπηρεσίες, που είναι αναπόσπαστες απ’ την κοινωνική ζωή, μπορούν να εξασφαλιστούν καλύτερα με διαταγή μιας κυβέρνησης, παρά απ’ τους ίδιους τους εργάτες, οι οποίοι με τη δική τους εκλογή ή συμφωνία με άλλους, θα τις διευθύνουν κάτω απ’ τον έλεγχο όλων των ενδιαφερομένων.
Οπωσδήποτε, σε κάθε συλλογικό έργο που καλύπτει μεγάλη έκταση, χρειάζεται καταμερισμός της εργασίας, τεχνική διεύθυνση, διαχείριση κλπ. Αλλά οι εξουσιαστές παίζουν απλώς με τις λέξεις, όταν αντλούν μιαν αιτιολόγηση για την ύπαρξη της κυβέρνησης, απ’ την ίδια ακριβώς την πραγματική αναγκαιότητα για οργάνωση της εργασίας. Η κυβέρνηση, πρέπει να επαναλάβουμε, είναι το σύνολο των ατόμων που έχει αποδεχθεί ή πάρει το δικαίωμα ή τα μέσα να θεσπίζει νόμους και να επιβάλει στους ανθρώπους την υπακοή σ’ αυτούς. Οι διευθυντές, μηχανικοί κλπ. απ’ την άλλη μεριά, είναι άνθρωποι που αποδέχονται ή αναλαμβάνουν το καθήκον να εκτελέσουν μια ορισμένη εργασία. Η κυβέρνηση συμβολίζει την εξουσιοδότηση της εξουσίας, δηλαδή, την παράδοση της πρωτοβουλίας και της ανεξαρτησίας όλων στα χέρια λίγων. Η διαχείριση συμβολίζει την εξουσιοδότηση της εργασίας, δηλαδή, την ελεύθερη ανταλλαγή των υπηρεσιών, που βασίζεται στην ελεύθερη συμφωνία.
Ένας κυβερνήτης είναι ένα προνομιούχο πρόσωπο, γιατί έχει το δικαίωμα να διατάζει άλλους και να επωφελείται απ’ τη δύναμη των άλλων για να εκπληρώνει τις δικές του ιδέες κι επιθυμίες. Ένας διαχειριστής ή τεχνικός διευθυντής είναι ένας εργάτης σαν όλους τους άλλους, σε μια κοινωνία που όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης κι όπου όλοι μπορεί να είναι ταυτόχρονα πνευματικοί και χειρονακτικοί εργάτες• εκεί όπου δεν υπάρχουν άλλες διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, παρά μόνον εκείνες που πηγάζουν απ’ το διαφορισμό των ταλέντων κι όλη η εργασία και κάθε κοινωνική λειτουργία δίνουν ένα ίσο δικαίωμα στην απόλαυση των κοινωνικών ωφελειών. Κοντολογίς, οι λειτουργίες της κυβέρνησης δεν πρέπει να συγχέονται με τις διοικητικές λειτουργίες, καθώς είναι βασικά διαφορετικές. Το ότι συγχέονται σήμερα τόσο συχνά οφείλεται αποκλειστικά στην ύπαρξη του οικονομικού και πολιτικού προνόμιου.
Αλλά ας βιαστούμε να περάσουμε σ’ εκείνες τις λειτουργίες για τις οποίες η κυβέρνηση θεωρείται σαν απαραίτητη από όλους όσους δεν είναι Αναρχικοί. Αυτές είναι η εσωτερική κι εξωτερική άμυνα της κοινωνίας, δηλαδή, ο Πόλεμος, η Αστυνομία κι η Δικαιοσύνη.
Αν καταργηθεί η κυβέρνηση και περάσει ο κοινωνικός πλούτος στη διάθεση του λαού, θα τερματιστεί σύντομα κάθε ανταγωνισμός ανάμεσα στα διάφορα έθνη και συνακόλουθα, δεν θα υπάρχει αιτία για πόλεμο. Αλλά αν υποθέσουμε ότι οι ηγέτες χωρών που δεν έχουν ακόμα χειραφετηθεί, μπορεί να επιχειρούσαν να υποτάξουν έναν ελεύθερο λαό, μήπως ο τελευταίος θα χρειαζόταν μια κυβέρνηση που να τον κάνει ικανό να υπερασπίσει τον εαυτό του; Για να κάνουμε ένα πόλεμο χρειαζόμαστε ανθρώπους που έχουν την απαραίτητη γεωγραφική και τεχνική γνώση και, πάνω απ’ όλα, ανθρώπους πρόθυμους να πολεμήσουν. Μια κυβέρνηση δεν έχει τα μέσα για να αυξήσει την ικανότητα των πρώτων ή τη θέληση ή το θάρρος των δεύτερων. Κι η ιστορική εμπειρία μάς διδάσκει ότι ένας λαός, που επιθυμεί πραγματικά να υπερασπίσει την πατρίδα του, είναι ανίκητος. Στην Ιταλία όλοι ξέρουν πώς κλονίζονται οι θρόνοι κι εξαφανίζονται τακτικοί μισθοφορικοί στρατοί, μπροστά στα στρατεύματα των εθελοντών, δηλαδή, σε στρατούς που σχηματίστηκαν αναρχικά.
Κι όσο για την αστυνομία και τη δικαιοσύνη, πολλοί φαντάζονται πως αν δεν υπήρχαν η αστυνομία κι οι δικαστές, ο καθένας θα ήταν ελεύθερος να σκοτώνει, να προσβάλει ή να πληγώνει τους άλλους όποτε έκανε κέφι, ότι οι αναρχικοί, αν είναι πιστοί στις αρχές τους, θα ’θελαν να γίνεται σεβαστό αυτό το περίεργο είδος «ελευθερίας» που προσβάλει ή καταστρέφει τη ζωή και την ελευθερία άλλων. Τέτοιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι εμείς, έχοντας ανατρέψει την κυβέρνηση και την ατομική ιδιοκτησία, θα επιτρέψουμε ύστερα σταδιακά την επανεγκαθίδρυση και των δυο, ορμώμενοι απ’ το σεβασμό για την «ελευθερία» εκείνων που μπορεί να αισθανθούν την ανάγκη να έχουν μια κυβέρνηση κι ατομική ιδιοκτησία. Ένας παράξενος τρόπος ερμηνείας των ιδεών μας! Στην πραγματικότητα μπορεί κανείς ν’ απαντήσει καλύτερα σε τέτοιες αντιλήψεις μ’ ένα σήκωμα των ωμών, παρά με το να υποστεί την ταλαιπωρία να τις αναιρέσει.
Η ελευθερία την οποία επιθυμούμε για τον εαυτό μας και για τους άλλους, δεν είναι μια απόλυτη, αφηρημένη, μεταφυσική ελευθερία, που ουσιαστικά δεν μπορεί παρά να ισοδυναμεί με την καταπίεση των αδυνάτων. Αλλά επιθυμούμε μια συγκεκριμένη ελευθερία, τη δυνατή ελευθερία, που αποτελεί τη συνειδητή κοινότητα των συμφερόντων, την εθελοντική ελευθερία. Διακηρύσσουμε το σύνθημα: Κάνε ό,τι θέλεις και στα λόγια αυτά περιέχεται σχεδόν αποκλειστικά το πρόγραμμά μας, γιατί, όπως μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό, υποστηρίζουμε ότι σε μια κοινωνία δίχως κυβέρνηση ή ιδιοκτησία, ο καθένας θα επιθυμεί εκείνο που πρέπει.
Αλλά αν σα συνέπεια μιας ψεύτικης εκπαίδευσης, που παίρνεται ση σημερινή κοινωνία ή μιας μεταφυσικής αρρώστειας ή άλλης αιτίας, ένα άτομο μπορεί να επιθυμούσε να πληγώσει άλλους, να είστε βέβαιοι ότι θα υιοθετούσαμε όλα τα μέσα που διαθέτουμε, για να το εμποδίσουμε. Καθώς ξέρουμε ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου αποτελεί τη συνέπεια του φυσικού του οργανισμού και των κοσμικών και κοινωνικών επιδράσεων που τον περιβάλλουν, δε θα μπερδέψουμε βέβαια το ιερό δικαίωμα στην αυτοάμυνα με το παράλογα υποτιθέμενο δικαίωμα της επιβολής τιμωρίας. Επίσης, δε θα θεωρήσουμε τον εγκληματία, δηλαδή, τον άνθρωπο που κάνει αντικοινωνικές πράξεις, όπως φαίνεται σήμερα ο επαναστάτης στα χέρια των δικαστών. Θα τον θεωρήσουμε σαν έναν άρρωστο αδελφό που χρειάζεται θεραπεία. Επομένως δε θα ενεργήσουμε απέναντί του με μίσος, όταν τον απωθήσουμε, αλλά θα περιοριστούμε αποκλειστικά στην αυτοπροστασία. Δε θα επιδιώξουμε να εκδικηθούμε, αλλά μάλλον να σώσουμε τον άτυχο άνθρωπο με ό,τι μέσο προτείνει η επιστήμη. Θεωρητικά οι Αναρχικοί μπορεί να λοξοδρομήσουν σαν τους άλλους, χάνοντας την αίσθηση της πραγματικότητας, παρακινούμενοι από μια εικονική λογική• αλλά είναι εντελώς βέβαιο πως οι χειραφετημένοι άνθρωποι δεν θ’ αφήσουν την ακριβοπληρωμένη ελευθερία κι ευημερία τους να δεχθούν επιθέσεις ατιμώρητα. Αν ξεπρόβαλε η ανάγκη, θα φρόντιζαν για τη δική τους άμυνα ενάντια στις κοινωνικές τάσεις των λίγων. Αλλά πώς προστατεύουν την κοινωνία εκείνοι που έχουν σαν επάγγελμα τη θέσπιση των νόμων; Ή εκείνοι οι άλλοι που ζούνε αναζητώντας κι επινοώντας νέες παραβιάσεις των νόμων; Ακόμα και τώρα, που οι λαϊκές μάζες δεν εγκρίνουν πραγματικά τίποτα που το νομίζουν βλαβερό, βρίσκουν πάντα ένα τρόπο να το εμποδίσουν πολύ πιο αποτελεσματικό απ’ όλους τους επαγγελματίες νομοθέτες, χωροφύλακες ή δικαστές. Στη διάρκεια εξεγέρσεων οι άνθρωποι, αν και πολύ λαθεμένα, έχουν επιβάλει το σεβασμό για την ατομική ιδιοκτησία κι έχουν εξασφαλίσει αυτό το σεβασμό πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι θα μπορούσε να το κάνει ένας στρατός χωροφυλάκων.
Τα έθιμα ακολουθούν πάντα τις ανάγκες και τα αισθήματα της πλειοψηφίας κι όσο πιο σεβαστά είναι πάντα, τόσο λιγότερο υπόκεινται στην επικύρωση του νόμου. Αυτό συμβαίνει γιατί ο καθένας βλέπει και καταλαβαίνει την ωφελιμότητά τους κι επειδή τα ενδιαφερόμενα μέρη, που δεν αυταπατώνται με την ιδέα ότι η κυβέρνηση θα τα προστατέψει, ενδιαφέρονται να δουν το έθιμο να γίνεται σεβαστό. Η οικονομική χρήση του νερού έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για ένα καραβάνι που διασχίζει τις ερήμους της Αφρικής. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το νερό είναι ένα ιερό πράγμα και κανένας άνθρωπος δεν ονειρεύεται να το χάσει. Οι συνωμότες4είναι υποχρεωμένοι να ενεργούν μυστικά, έτσι η μυστικότητα διατηρείται ανάμεσά τους κι η μομφή βαρύνει όποιον την παραβιάζει. Τα χρέη απ’ τα τυχερά παιχνίδια δεν κατοχυρώνονται απ’ το νόμο, αλλά μεταξύ των παικτών θεωρείται ανέντιμο να μην πληρώνονται κι ο παραβάτης αισθάνεται μειωμένος επειδή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του.
Μήπως οφείλεται στην αστυνομία το ότι δε δολοφονούνται περισσότεροι άνθρωποι; Το μεγαλύτερο μέλος του Ιταλικού λαού δε βλέπει ποτέ την αστυνομία παρά σε μικρά χρονικά διαστήματα. Εκατομμύρια άνθρωποι πηγαίνουν στα βουνά και διασχίζουν τη χώρα, μακριά απ’ το προστατευτικό μάτι της εξουσίας, όπου μπορεί να δεχθούν επίθεση δίχως οι επιτιθέμενοι να έχουν τον παραμικρό φόβο ότι θα εντοπιστούν τα ίχνη τους αλλά δε διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι εκείνοι που ζούνε στα πιο καλοφυλαγμένα μέρη. Οι στατιστικές δείχνουν ότι ο αριθμός των εγκλημάτων αυξάνεται σε αναλογία με την αύξηση των καταπιεστικών μέτρων, ενώ ποικίλει σύμφωνα με τις διακυμάνσεις των οικονομικών συνθηκών και την κατάσταση της κοινής γνώμης,
Όμως οι προληπτικοί νόμοι, αφορούν μόνο τις ασυνήθιστες, εξαιρετικές πράξεις. Η καθημερινή ζωή κυλάει πέρα απ’ τα όρια του ποινικού κώδικα και ρυθμίζεται σχεδόν ασυνείδητα με τη σιωπηρή και εθελοντική συγκατάθεση όλων, δια μέσου ενός αριθμού συνηθειών κι εθίμων, που είναι πολύ πιο σημαντικά για την κοινωνική ζωή απ’ ότι οι υπαγορεύσεις του νόμου. Και παρατηρούνται επίσης πολύ καλύτερα, παρόλο που απογυμνώνονται ολότελα από οποιαδήποτε επικύρωση πέραν απ’ τη φυσική απέχθεια που συγκεντρώνεται σ’ εκείνους που τα παραβιάζουν και αυτή τη βλάβη που φέρνει μαζί της αυτή η απέχθεια.
Όταν προκύπτει μια διαφωνία, η εθελοντικά αποδεκτή διαιτησία ή η πίεση της κοινής γνώμης, δεν είναι πολύ πιο πιθανό ότι θα επανέφεραν μια δίκαιη ρύθμιση των δυσκολιών, απ’ ότι ένας ανεύθυνος δικαστής, που έχει το δικαίωμα να κρίνει τον καθένα ή οτιδήποτε και που είναι αναγκαστικά ανίκανος κι επομένως άδικος;
Όπως κάθε μορφή κυβέρνησης δε χρησιμεύει παρά μόνο για να προστατεύει τις προνομιούχες τάξεις, έτσι κι η αστυνομία κι οι δικαστές αποβλέπουν μόνο στο να καταστείλουν αυτά τα εγκλήματα, που συχνά δε θεωρούνται εγκλήματα απ’ τις μάζες, τα οποία παραβιάζουν το προνόμιο των κανόνων ή των ιδιοκτητών. Για την πραγματική υπεράσπιση της κοινωνίας, την υπεράσπιση της ελευθερίας και της ευημερίας όλων, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα πιο ολέθριο α[‘ ότι η διαμόρφωση αυτής της τάξης των εκτελεστικών οργάνων, που υπάρχουν με το πρόσχημα ότι υπερασπίζουν όλους κι επομένως θεωρούν από συνήθεια τον κάθε άνθρωπο σα κυνηγετικό θήραμα, χτυπώντας συχνά με διαταγή ενός ανώτερου αξιωματούχου, δίχως να ξέρουν ακόμα κι ίδιοι το γιατί, σαν πληρωμένοι δολοφόνοι και μισθοφόροι.
Όλα όσα είπατε μπορεί να ’ναι αληθινά, λένε μερικοί• η Αναρχία μπορεί να ’ναι η τέλεια μορφή της κοινωνικής ζωής, αλλά εμείς δε θέλουμε να βαδίζουμε στο σκοτάδι. Επομένως, πέστε μας πώς θα οργανωθεί η κοινωνία σας. Ύστερα ακολουθεί μια μεγάλη σειρά ερωτήσεων, που θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, αν δουλειά μας ήταν η μελέτη των προβλημάτων που μπορεί να ξεπροβάλουν σε μια χειραφετημένη κοινωνία, αλλά στα οποία είναι ανώφελο και παράλογο να φανταστούμε ότι θα μπορούσαμε να προσφέρουμε τώρα μια συγκεκριμένη λύση. Σύμφωνα με ποια μέθοδο θα διδάσκονται τα παιδιά, πώς θα οργανωθεί η παραγωγή κι η διανομή; Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν μεγάλες πόλεις ή οι άνθρωποι θα εξαπλωθούν εξίσου πάνω σ’ ολόκληρη της επιφάνεια του πλανήτη; Θα μπορούν οι κάτοικοι της Σιβηρίας, να περάσουν το χειμώνα στη Νίκαια; Θα μπορεί ο καθένας να τρώει πέρδικες και να πίνει σαμπάνια; Ποιοι θα είναι εργάτες ορυχείων και ναυτικοί; Ποιος θα καθαρίζει τους υπονόμους; Οι φτωχοί θα νοσηλεύονται στο σπίτι ή σε νοσοκομεία; Ποιος θα ρυθμίζει τα δρομολόγια των τραίνων; Τί θα συμβεί αν ο οδηγός αρρωστήσεις ενώ το τραίνο ακολουθεί την πορεία του; Και πάει λέγοντας, δίχως τέλος, λες και θα μπορούσαμε να προφητεύσουμε όλη τη γνώση κι εμπειρία του μελλοντικού χρόνου ή θα μπορούσαμε, στ’ όνομα της Αναρχίας, να προδιαγράψουμε για το μελλοντικό άνθρωπο τί ώρα θα πηγαίνει να κοιμηθεί και ποιά μέρα θα κόβει τα νύχια του!
Πραγματικά, αν οι αναγνώστες μας περιμένουν από μας μιαν απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα ή ακόμα σ’ εκείνα απ’ αυτά που είναι πραγματικά σοβαρά και σημαντικά, που δεν μπορεί να ’ναι τίποτα παραπάνω απ’ τη δική μας προσωπική γνώμη αυτής ακριβώς της στιγμής, θα πρέπει να έχουμε αποτύχει οικτρά στις προσπάθειές μας να εξηγήσουμε την Αναρχία.
Δεν είμαστε προφήτες περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλοι άνθρωποι κι αν προσποιούμαστε ότι προσφέρουμε μιαν επίσημη λύση σ’ όλα τα προβλήματα που θα εμφανιστούν στη ζωή της μελλοντικής κοινωνίας, θα πρέπει να έχουμε όντως μια περίεργη ιδέα για την κατάργηση της κυβέρνησης. Θα περιγράφαμε τότε μια κυβέρνηση, που θα υπαγόρευε, σαν τον κλήρο, έναν καθολικό κώδικα για τη σημερινή και για τη μελλοντική περίοδο. Βλέποντας ότι δεν έχουμε ούτε αστυνομία ούτε φυλακές για να επιβάλουμε το δόγμα μας, η ανθρωπότητα μπορεί να γέλαγε ατιμώρητα με μάς και με τις προθέσεις μας.
Μολοντούτο, εξετάζουμε σοβαρά όλα τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής που υποβάλονται τώρα, με βάση το επιστημονικό τους ενδιαφέρον κι επειδή ελπίζουμε να δούμε την Αναρχία να υλοποιείται, επιθυμούμε να βοηθήσουμε στην οργάνωση της νέας κοινωνίας. Έχουμε επομένως τις δικές μας ιδέες πάνω σ’ αυτά τα θέματα, ιδέες που κατά τη γνώμη μας είναι πιθανόν να είναι μόνιμες ή προσωρινές, σύμφωνα με την αντίστοιχη περίπτωση. Αλλά το γεγονός ότι σκεπτόμαστε σήμερα μ’ έναν ορισμένο τρόπο πάνω σ’ ένα δοσμένο ζήτημα, δεν αποτελεί απόδειξη ότι η γνώμη μας θα είναι η ίδια και στο μέλλον. Ποιός μπορεί να προβλέψει τις δραστηριότητες που μπορεί ν’ αναπτυχθούν μέσα στους κόλπους της ανθρωπότητας, όταν χειραφετηθεί απ’ τη μιζέρια και την καταπίεση, όταν έχουν όλοι τα μέσα διαφώτισης κι αυτοανάπτυξης, όταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ανθρώπους, με το μίσος και την έχθρα που τρέφει, δεν αποτελεί πια απαραίτητη προϋπόθεση της ζωής; Ποιός μπορεί να προβλέψει την πρόοδο της επιστήμης, τους νέους παραγωγικούς πόρους, τα νέα μέσα επικοινωνίας κλπ;
Εκείνο που είναι απαραίτητο είναι να συγκροτηθεί μια κοινωνία στην οποία να είναι αδύνατη η εκμετάλλευση κι η κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο. Που η κοινωνία, με άλλα λόγια, να είναι τέτοια ώστε τα μέσα επιβίωσης κι ανάπτυξης της εργασίας να μπορεί να είναι ελεύθερα και ανοιχτά σε όλους κι όλοι να μπορεί να είναι ικανοί να συνεργαστούν, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Κάτω από τέτοιες συνθήκες όλα θα γίνονται αναγκαστικά σύμφωνα με τις ανάγκες όλων, σύμφωνα με τη γνώση και τις δυνατότητες της στιγμής και θα βελτιώνονται με την αύξηση της γνώσης και της δύναμης.
Στην πραγματικότητα, ένα πρόγραμμα που θα άγγιζε τη βάση της κοινωνικής σύνθεσης δε θα μπορούσε, στο κάτω-κάτω να κάνει περισσότερα απ’ το να υποδείξει μια μέθοδο. Κι η μέθοδος, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, καθορίζει κινήματα και αποφασίζει για τη σημασία τους στην ιστορία. Ανεξάρτητα απ’ τη μέθοδο, όλοι λένε ότι επιθυμούν το καλό της ανθρωπότητας και πολλοί το επιθυμούν πραγματικά. Καθώς εξαφανίζονται κινήματα, κάθε οργανωμένη δράση κατευθύνεται σ’ ένα συγκεκριμένο σκοπό κι εξαφανίζεται παρόμοια. Είναι επομένως απαραίτητο να εξετάσουμε την Αναρχία, πάνω απ’ όλα, σα μια μέθοδο.
Υπάρχουν δυο μέθοδοι με τις οποίες, τα διάφορα κόμματα που αντιτίθενται στον Αναρχισμό, περιμένουν, ή λένε ότι περιμένουν, να υλοποιήσουν το μεγαλύτερο καλό όλων. Αυτές είναι ι εξουσιαστικές ή Κρατικοσοσιαλιστικές κι οι ατομικιστικές μέθοδοι. Η πρώτη εμπιστεύεται τη διεύθυνση της κοινωνικής ζωής σε λίγους και θα κατέληγε στην εκμετάλλευση και καταπίεση των μαζών απ’ αυτούς τους λίγους. Η δεύτερη μέθοδος βασίζεται στην ελεύθερη πρωτοβουλία των ατόμων και διακηρύσσει, αν όχι την κατάργηση, τον περιορισμό της κυβέρνησης. Καθώς όμως, σέβεται την ατομική ιδιοκτησία και στηρίζεται στην αρχή του καθένας για τον εαυτό του κι επομένως στον ανταγωνισμό, η ελευθερία της δεν είναι παρά μόνο η ελευθερία των ισχυρών, η άδεια εκείνων που έχουν να καταπιέζουν και να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους που δεν έχουν τίποτα. Απέχοντας πολύ απ’ το να γεννάει αρμονία, θα έτεινα πάντα να μεγαλώνει την απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς και θα κατέληγε επίσης, διαμέσου της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας, στην εξουσία. Αυτή η δεύτερη μέθοδος, ο Ατομικισμός, είναι θεωρητικά ένα είδος Αναρχίας δίχως συνεργασία. Επομένως δεν είναι καλύτερη από ένα ψέμα, γιατί η ελευθερία δεν είναι δυνατή δίχως ισότητα κι η αληθινή Αναρχία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως Αλληλεγγύη, δίχως συνεργασία. Η κριτική που εξαπολύουν οι Ατομικιστές ενάντια στην κυβέρνηση είναι απλώς η επιθυμία να την απογυμνώσουν από ορισμένες λειτουργίες, να τις δώσουν ουσιαστικά στον καπιταλιστή. Αλλά δεν μπορεί να επιτεθεί σ’ εκείνες τις καταπιεστικές λειτουργίες που αποτελούν την ουσία της κυβέρνησης, γιατί δίχως μια ένοπλη δύναμη δεν μπορεί να στηριχθεί το ιδιοκτητικό σύστημα. Επιπλέον, στον Ατομικισμό, η καταπιεστική δύναμη της κυβέρνησης πρέπει πάντα να μεγαλώνει σε αναλογία με την αύξηση, διαμέσου του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ανάγκης, της ανισότητας και της δυσαρμονίας.
Οι Αναρχικοί παρουσιάζουν μια νέα μέθοδο, την ελεύθερη πρωτοβουλία και την ελεύθερη συμφωνία όλων. Έτσι, μετά την επαναστατική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, θα έχουν όλοι ίσα δικαιώματα στη διανομή του κοινωνικού πλούτου.
Αυτή η μέθοδος, μη δεχόμενη την επανακαθιέρωση της ατομικής ιδιοκτησίας, πρέπει να οδηγήσει, διαμέσου της ελεύθερης ένωσης, στον πλήρη θρίαμβο των αρχών της αλληλεγγύης.
Έτσι βλέπουμε ότι όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν για να πολεμήσουν την Αναρχική ιδέα είναι, αντίθετα, επιχειρήματα υπέρ της Αναρχίας, γιατί αυτή από μόνη της δείχνει το δρόμο με τον οποίο μπορούν να βρεθούν καλύτερα, διαμέσου της εμπειρίας, εκείνες οι λύσεις που αντιστοιχούν στις επιταγές της επιστήμης και στις ανάγκες κι επιθυμίες όλων.
Πώς θα εκπαιδεύονται τα παιδιά; Δεν ξέρουμε. Τί γίνεται τότε; Οι γονείς, οι δάσκαλοι κι όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την πρόοδο της νέας γενιάς, θα συγκεντρωθούν, θα συζητήσουν, θα συμφωνήσουν και θα διαφωνήσουν κι ύστερα θα χωριστούν σύμφωνα με τις διάφορες γνώμες τους, εφαρμόζοντας τις μεθόδους που υποστηρίζουν αντίστοιχα σαν καλύτερες. Εκείνη η μέθοδος που, όταν δοκιμάζεται, παράγει τα καλύτερα αποτελέσματα, θα θριαμβεύσει τελικά.
Και το ίδιο ισχύει για όλα τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν.
Σύμφωνα με όσα έχουμε πει, είναι φανερό ότι η Αναρχία, όπως την εννοούν οι Αναρχικοί κι όπως μπορεί να γίνει κατανοητή, βασίζεται στο Σοσιαλισμό. Επιπλέον, όταν πρόκειται για κείνη τη σχολή των Σοσιαλιστών που διαιρούν τεχνητά τη φυσική ενότητα του κοινωνικού ζητήματος, εξετάζοντας μόνο μερικά μεμονωμένα σημεία κι όταν πρόκειται επίσης για αοριστολογίες με τις οποίες προσπαθούν να εμποδίσουν την κοινωνική επανάσταση, θα πρέπει να πούμε ξεκάθαρα ότι η Αναρχία είναι συνώνυμη με το Σοσιαλισμό, γιατί κι ι δυο συμβολίζουν την κατάργηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, ανεξάρτητα απ’ το αν αυτές διατηρούνται με τη βία των όπλων ή με τη μονοπώληση των μέσων επιβίωσης.
Η Αναρχία, όπως κι ο Σοσιαλισμός, έχει σα βάση της και αφετηρία την ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ. Σκοπός της είναι η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ και μέθοδός της η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δεν είναι τέλεια, ούτε αποτελεί το απόλυτο ιδανικό, που, σαν τον ορίζοντα, απομακρύνεται καθώς προχωρούμε προς αυτό. Αλλά αποτελεί τον ανοιχτό δρόμο σε κάθε πρόοδο και σε κάθε βελτίωση που γίνεται για χάρη ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Υπάρχουν εξουσιαστές που δέχονται ότι η Αναρχία αποτελεί τον τρόπο της κοινωνικής ζωής που ανοίγει από μόνος του το δρόμο για την πραγμάτωση του μεγαλύτερου δυνατού καλού για την ανθρωπότητα, γιατί αυτή και μόνο μπορεί να καταργήσει κάθε τάξη που ενδιαφέρεται να κρατήσει τις μάζες καταπιεζόμενες κι εξαθλιωμένες. Δέχονται επίσης ότι η Αναρχία είναι δυνατή, γιατί δεν κάνει τίποτα περισσότερο απ’ το να απαλλάξει την ανθρωπότητα από ένα εμπόδιο – την κυβέρνηση – ενάντια στο οποίο υποχρεώθηκε πάντα να πολεμάει στην οδυνηρή πορεία της που οδηγεί στην πρόοδο. Μολοντούτο, αυτοί οι εξουσιαστές, ενισχυμένοι από πολλούς θεωρητικά θερμούς εραστές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, αποσύρονται στα τελευταία οχυρά τους, γιατί φοβούνται την ελευθερία και δεν μπορούν να πειστούν ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να ζήσει και να ευημερήσει δίχως δασκάλους και παπάδες• ακόμα, πιεζόμενοι σκληρά απ’ την αλήθεια, ζητάνε ικετευτικά την αναστολή της βασιλείας της ελευθερίας για ένα διάστημα, στην πραγματικότητα όσο πιο πολύ γίνεται.
Μια κοινωνία δίχως κυβέρνηση, που θα λειτουργούσε με την ελεύθερη, εθελοντική συνεργασία, εμπιστευόμενη απόλυτα την αυθόρμητη δράση των ενδιαφερομένων και βασισμένη πλήρως στην αλληλεγγύη και τη συμπάθεια, είναι βέβαια, λένε, ένα πολύ ωραίο ιδανικό, αλλά, όπως όλα τα ιδανικά, είναι ένα κάστρο στα σύννεφα. Βρισκόμαστε σε μια ανθρώπινη κοινωνία, που ήταν πάντα χωρισμένη σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους κι αν οι πρώτοι κατέχονται απ’ το πνεύμα της κυριαρχίας κι έχουν όλα τα κακά των τυράννων, οι τελευταίοι διαφθείρονται απ’ τη δουλικότητα κι έχουν εκείνα τα ακόμα χειρότερα κακά, που αποτελούν το προϊόν της υποδούλωσης. Το αίσθημα αλληλεγγύης απέχει πολύ απ’ το να κυριαρχεί σήμερα πάνω στον άνθρωπο κι αν είναι αλήθεια ότι οι διάφορες τάξεις των ανθρώπων γίνονται ολοένα και πιο ομόθυμες μεταξύ τους, παραμένει μολοντούτο αληθινό το ότι εκείνο που είναι πιο φανερό και που εντυπωσιάζει περισσότερο στο σημερινό ανθρώπινο χαρακτήρα, είναι ο αγώνας για την επιβίωση. Είναι γεγονός το ότι ο καθένας πολεμάει καθημερινά με τους άλλους κι ο ανταγωνισμός πιέζει όλους, εργαζόμενους κι αφεντικά, κάνοντας κάθε άνθρωπο να γίνει σαν ένας λύκος απέναντι σ’ όλους τους άλλους. Πώς μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να μεταμορφωθούν σε μια στιγμή, αφού έχουν εκπαιδευτεί σε μια κοινωνία που βασίζεται στον ανταγωνισμό τόσο ανάμεσα στα άτομα όσο κι ανάμεσα στις τάξεις και να γίνουν ικανοί να ζήσουν σε μια κοινωνία στην οποία ο καθένας θα κάνει ό,τι θέλει κι όπως θα ’πρεπε να κάνει, δίχως εξωτερικό εξαναγκασμό, φροντίζοντας για το καλό των άλλων παρακινούμενοι απλώς απ’ την ίδια τους την φύση; Και με ποιά καρδιά ή με ποιά λογική μπορείς να εμπιστευτείς μια επανάσταση απ’ τη μεριά μιας αδαούς, απείθαρχης μάζας, εξασθενημένης απ’ την εξαθλίωση, αποβλακωμένης απ’ την παπαδοκρατία, που είναι σήμερα τυφλά αιμοδιψής κι αύριο θα αφεθεί να εξαπατηθεί από οποιοδήποτε απατεώνα που θα τολμήσει ν’ αποκαλέσει τον εαυτό του αφεντικό τους; Δε θα ήταν πιο φρόνιμο να προχωρήσουμε σταδιακά προς το Αναρχικό ιδανικό, περνώντας από αβασίλευτα, δημοκρατικά και σοσιαλιστικά στάδια; Δε θα ήταν απαραίτητη μια εκπαιδευτική κυβέρνηση, αποτελούμενη απ’ την αφρόκρεμα των ανθρώπων, για να προετοιμάσει τις επερχόμενες γενιές για το μελλοντικό τους πεπρωμένοι;
Αυτές οι αντιρρήσεις, επίσης, δε θα φαίνονταν βάσιμες, αν έχουμε καταφέρει να κάνουμε τους αναγνώστες μας να καταλάβουν ό,τι έχουμε ήδη πει και να τους πείσουμε γι’ αυτό. Αλλά όπως και να ’χει το πράγμα, ακόμα κι αν αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο της επανάληψης, μπορεί να είναι καλύτερα να τους προσφέρουμε μιαν απάντηση.
Βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με τη λαθεμένη αντίληψη ότι η κυβέρνηση αποτελεί καθεαυτή μια νέα δύναμη, που πηγάζει άγνωστο από πού και που προσθέτει κάτι στο μέγεθος της δύναμης και της ικανότητας εκείνων απ’ τους οποίους αποτελείται κι εκείνων που την υπακούουν. Ενώ, αντίθετα, όλη η δραστηριότητα γίνεται απ’ τα ξεχωριστά άτομα. Η κυβέρνηση, σαν κυβέρνηση, δεν προσθέτει τίποτα, αν εξαιρέσουμε την τάση να μονοπωλεί για λογαριασμό ορισμένων κομμάτων ή τάξεων και να καταπνίγει κάθε πρωτοβουλία πέρα απ’ τον περίγυρό της.
Το να καταργήσουμε την εξουσία ή κυβέρνηση δεν σημαίνει  να καταστρέψουμε τις ατομικές ή συλλογικές δυνάμεις που λειτουργούν στην κοινωνία ή την επίδραση που ασκούν οι άνθρωποι ο ένας  πάνω στον άλλο. Αυτό θα σήμαινε τον υποβιβασμό της ανθρωπότητας σ’ ένα σύνολο αδρανών και απομονωμένων ατόμων, μια αδυνατότητα που, αν μπορούσε να υλοποιηθεί, θ’ αποτελούσε την καταστροφή οποιασδήποτε κοινωνίας, τη χαριστική βολή στην ανθρωπότητα. Η κατάργηση της εξουσίας σημαίνει την κατάργηση του μονοπωλίου της δύναμης και της επιρροής. Σημαίνει την κατάργηση αυτής της κατάστασης των πραγμάτων με την οποία η κοινωνική δύναμη, δηλαδή, η συλλογική δύναμη όλων σε μια κοινωνία, γίνεται το όργανο της σκέψης, της θέλησης και των συμφερόντων ενός μικρού αριθμού ατόμων. Αυτά, διαμέσου της συλλογικής δύναμης, καταπνίγουν την ελευθερία οποιουδήποτε άλλου για χάρη των δικών τους ιδεών. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει την καταστροφή ενός τρόπου οργάνωσης με την οποία αξιοποιείται το μέλλον, μεταξύ μιας επανάστασης και μιας άλλης, για χάρη εκείνων που ήταν οι νικητές της στιγμής.
Ο Μιχαήλ Μπακούνιν, σ’ ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στα 1872, υποστηρίζει ότι τα μεγάλα μέσα δράσης της Διεθνούς ήταν η διάδοση των ιδεών της κι η οργάνωση της αυθόρμητης δράσης των μελών της σε σχέση με τις μάζες. Ύστερα προσθέτει:
«Σ’ οποιονδήποτε θα μπορούσε να προφασιστεί ότι μια δράση οργανωμένη έτσι θ’ αποτελούσε μια παραβίαση της ελευθερίας των μαζών, ή μιαν απόπειρα δημιουργίας μιας νέας αυταρχικής εξουσίας, θ’ απαντούσαμε ότι είναι ένας σοφιστής κι ένας ηλίθιος. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για κείνους που αγνοούν το φυσικό, κοινωνικό νόμο της ανθρώπινης αλληλεγγύης, σε τέτοιο βαθμό που να φαντάζονται ότι είναι δυνατό ή ακόμα κι επιθυμητό πράγμα, μια απόλυτη αμοιβαία ανεξαρτησία των ατόμων και των μαζών. Το να επιθυμούσαμε αυτό θα ’ταν σα να θέλαμε την καταστροφή της κοινωνίας, γιατί όλη η κοινωνική ζωή δεν είναι τίποτα  διαφορετικό απ’ ότι αυτή η αμοιβαία και συνεχής εξάρτηση ανάμεσα στα άτομα και τις μάζες. Όλα τα άτομα, ακόμα και τα πιο δυνατά και πιο προικισμένα, και όντως τα περισσότερα απ’ αυτά σε κάθε στιγμή της ζωής τους, είναι παραγωγοί και συνάμα προϊόντα. Η ίση ελευθερία για κάθε άτομο δεν είναι παρά μόνο το αποτέλεσμα, που συνεχώς αναπαράγεται, αυτής της ποσότητας της υλικής, πνευματικής και ηθικής επίδρασης που εξασκείται πάνω του απ’ όλα τα άτομα που βρίσκονται γύρω του, ανήκοντας στην κοινωνία στην οποία γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και θα πεθάνει. Η επιθυμία να ξεφύγουμε απ’ αυτή την επίδραση στ’ όνομα μιας υπερβατικής ελευθερίας, θεϊκής, απόλυτα εγωιστικής κι αυθύπαρκτης είναι η τάση του εκμηδενισμού. Το ν’ αποφύγουμε να επηρεάσουμε άλλους θα σήμαινε ν’ αποφύγουμε κάθε κοινωνική δραστηριότητα, ν’ απέχουμε όντως από κάθε έκφραση των σκέψεων και των αισθημάτων μας και να γίνουμε απλώς ανύπαρκτοι. Αυτή ξ ανεξαρτησία που τόσο πολύ εκθειάζεται απ’ τους ιδεαλιστές και τους μεταφυσικούς, η ατομική ελευθερία που γίνεται κατανοητή μ’ αυτή την έννοια, θα ισοδυναμούσε με τον αυτοαφανισμό. Στη φύση, όπως και στην ανθρώπινη κοινωνία, που αποτελεί μέρος αυτής της ίδιας φύσης, ό,τι υπάρχει ζει μόνο αν συμμορφώνεται με τις ανώτερες συνθήκες αλληλεπίδρασης, που είναι περισσότερο ή λιγότερο θετική και δραστική αναφορικά με τις ζωές άλλων όντων, σύμφωνα με τη φύση του ατόμου. Κι όταν υπερασπίζουμε την ελευθερία των μαζών, δεν προσποιούμαστε ότι θα καταργήσουμε όλες τις φυσικές επιδράσεις που εξασκούν ανάμεσά τους διάφορα άτομα ή ομάδες ατόμων. Εκείνο που επιθυμούμε είναι η κατάργηση των τεχνητών επιδράσεων, που είναι προνόμια, νόμιμα κι επίσημα».
Βέβαια, στη σημερινή κατάσταση της ανθρωπότητας, που καταπιέζεται απ’ την πρόληψη και βυθίζεται στον εξευτελισμό, το ανθρώπινο πλήθος εξαρτάται από ένα σχετικά μικρό αριθμό ατόμων. Φυσικά, δε θα είναι ικανοί όλοι οι άνθρωποι να υψωθούν σε μια στιγμή στο επίπεδο της συνειδητοποίησης του καθήκοντός τους, ώστε κι οι άλλοι ν’ αντλήσουν απ’ αυτή τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια. Αλλά επειδή σήμερα είναι λίγες οι κατευθυντήριες και βαθυστόχαστες δυνάμεις που λειτουργούν στην κοινωνία, δεν υπάρχει λόγος να τις παραλύσουμε ακόμα περισσότερο και να υποταχθούν οι περισσότεροι άνθρωποι στην καθοδήγηση των λίγων. Δεν υπάρχει λόγος να συγκροτηθεί η κοινωνία με τέτοιο τρόπο που οι πιο ενεργητικές δυνάμεις, τα πιο ικανά στοιχεία, να βρεθούν τελικά έξω απ’ την κυβέρνηση απογυμνωμένα σχεδόν απ’ την επίδρασή τους πάνω στην κοινωνική ζωή. Όλα όσα συμβαίνουν τώρα, οφείλονται στην αδράνεια, στην κληρονομικότητα, στον προστατευτισμό, στο κομματικό πνεύμα και σε όλους τους μηχανισμούς της κυβέρνησης. Γιατί εκείνοι που κατέχουν κυβερνητικά αξιώματα, παυμένοι απ’ την προηγούμενη κοινωνική τους θέση κι ασχολούμενοι πρωταρχικά με το να διατηρήσουν την εξουσία, χάνουν κάθε ικανότητα να ενεργούν αυθόρμητα και δε γίνονται παρά μόνο εμπόδιο στην ελεύθερη δράση των άλλων.
Με την κατάργηση αυτής της αρνητικής δύναμης που συνθέτει μια κυβέρνηση, η κοινωνία θα γίνει ό,τι μπορεί με τις δοσμένες δυνάμεις και δυνατότητες της στιγμής. Αν υπάρχουν παιδαγωγοί που επιθυμούν να διαδώσουν την μόρφωση, θα οργανώσουν τα σχολεία και θα περιοριστούν στο να τονίζουν την ωφέλεια και απόλαυση που μπορεί ν’ αντληθεί απ’ την εκπαίδευση. Κι αν δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, ή υπάρχουν μόνο λίγοι, μια κυβέρνηση δεν μπορεί να τους δημιουργήσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει κι όπως σήμερα το κάνει, είναι ν’ αποσπάσει αυτούς τους λίγους απ’ την πρακτική, καρποφόρα εργασία στη σφαίρα της εκπαίδευσης και να τους βάλει να διευθύνουν από πάνω ότι έπρεπε να επιβληθεί με τη βοήθεια ενός αστυνομικού συστήματος. Έτσι μετατρέπουν τους έξυπνους και ένθερμους δασκάλους σε απλούς πολιτικούς, που γίνονται άχρηστα παράσιτα, απορροφούμενα ολότελα απ’ την προσπάθεια να επιβάλουν τα χόμπυ τους και να διατηρηθούν στην εξουσία.
Αν υπάρχουν γιατροί και δάσκαλοι υγιεινής, θα οργανωθούν για να υπηρετήσουν την υγιεινή. Κι αν δεν υπάρχει κανένας, δεν μπορεί να τους δημιουργήσει μια κυβέρνηση• το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τους δυσφημίσει στα μάτια του λαού, που έχει προδιάθεση να υιοθετεί υποψίες, όντας μόνο μερικές φορές καλά εδραιωμένες, αναφορικά με οτιδήποτε επιβάλλεται πάνω του.
Αν υπάρχουν μηχανικοί και μηχανοδηγοί θα οργανώσουν τους σιδηροδρόμους κλπ. κι αν δεν υπάρχει κανένας, δεν μπορεί να τους δημιουργήσει μια κυβέρνηση.
Η επανάσταση, καταργώντας την κυβέρνηση και την ατομική ιδιοκτησία, δε θα δημιουργήσει ενεργητικότητα, που δεν υπάρχει, αλλά θ’ αφήσει ένα ελεύθερο πεδίο για την εξάσκηση όλης της διαθέσιμης ενεργητικότητας κι όλης της υπάρχουσας ικανότητας. Ενώ θα καταστρέψει κάθε τάξη που ενδιαφέρεται να διατηρεί τις μάζες εξαχρειωμένες, θα ενεργήσει μ’ ένα τέτοιο τρόπο, ώστε θα είναι όλοι ελεύθεροι να εργαστούν και να κάνουν την επίδρασή τους αισθητή, ανάλογα με την ικανότητά τους και συμμορφούμενοι με τα αισθήματα και τα συμφέροντά τους. Και μόνον έτσι είναι δυνατό το ανέβασμα των μαζών, γιατί μόνο με την ελευθερία μπορεί κανείς να μάθει να είναι ελεύθερος, όπως μόνο με την εργασία μπορεί κανείς να μάθει να εργάζεται. Μια κυβέρνηση, ακόμα κι αν δεν είχε άλλα μειονεκτήματα, έχει αναγκαστικά το μειονέκτημα ότι συνηθίζει τους κυβερνώμενους να υποτάσσονται κι επίσης τείνει να γίνεται πιο καταπιεστική κι  απαραίτητη, στο βαθμό που οι υπήκοοί της είναι πιο υπάκουοι και πειθήνιοι.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση ήταν η διεύθυνση των υποθέσεων του συνόλου απ’ τους καλύτερους. Ποιοί είναι οι καλύτεροι; Και πώς θ’ αναγνωρίσουμε την υπεροχή τους; Η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι γενικά προσκολλημένη στις παλιές προκαταλήψεις κι έχει ιδέες κι ένστικτα, που έχει ήδη καλλιεργήσει η πιο ευνοούμενη μειοψηφία. Αλλ’ απ’ τις διάφορες μειοψηφίες, που όλες πιστεύουν ότι είναι σωστές, καθώς δεν χωρεί αμφιβολία ότι πολλές απ’ αυτές είναι κατά ένα μέρος, ποια θα εκλεγεί για να κυβερνήσει; Κι από ποιόν; Και με ποιό κριτήριο, βλέποντας ότι μόνο το μέλλον μπορεί ν’ αποδείξει ποιό κόμμα ανάμεσά τους είναι ανώτερο; Αν διαλέξετε 100 θιασώτες της δικτατορίας, θ’ ανακαλύψετε ότι ο καθένας απ’ αυτούς πιστεύει πως είναι ικανός, αν όχι να είναι ο μόνος δικτάτορας, τουλάχιστον να βοηθήσει πολύ ουσιαστικά στη δικτατορική κυβέρνηση. Οι δικτάτορες θα ήταν εκείνοι που, με το ένα μέσο ή το άλλο, κατάφεραν να επιβληθούν πάνω στην κοινωνία. Και με την πορεία του χρόνου, όλη τους η ενεργητικότητα θα καταναλωνόταν αναπόφευκτα στο να υπερασπίζουν τον εαυτό τους απ’ τις επιθέσεις των αντιπάλων τους, ξεχνώντας ολότελα την επιθυμία τους, αν είχαν ποτέ καμιά, ν’ αποτελέσουν απλώς μιαν εκπαιδευτική δύναμη.
Πρέπει, απ’ την άλλη μεριά, να εκλέγονται οι κυβερνήσεις με καθολική ψηφοφορία και ν’ αποτελούν έτσι την έκφραση, περισσότερο ή λιγότερο ειλικρινή, της επιθυμίας της πλειοψηφίας; Αλλά αν θεωρήσετε αυτούς τους άξιους εκλογείς σαν ανίκανους να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους, πώς μπορούν ποτέ να είναι ικανοί να εκλέξουν οι ίδιοι διευθυντές για να τους καθοδηγούν σοφά; Πώς μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα της κοινωνικής αλχημείας: με την εκλογή μιας κυβέρνησης μεγαλοφυϊών απ’ τους ψήφους μιας μάζας ηλιθίων; Και τί θα γίνει μ’ εκείνους απ’ τη μειοψηφία, που είναι  πιο έξυπνοι, πιο ενεργητικοί και πιο αναπτυγμένοι στην κοινωνία;
Ένας μόνος τρόπος υπάρχει για να λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα προς όφελος όλων. Να εκδιωχθεί η κυβέρνηση με επαναστατικά μέσα, να αφαιρεθεί ο κοινωνικός πλούτος από εκείνους που τον κατέχουν, μπαίνοντας στη διάθεση όλων και ν’ αφεθεί ελεύθερη όλη η υπάρχουσα δύναμη, ικανότητα και καλή θέληση ανάμεσα στους ανθρώπους, προκειμένου να φροντίσει για τις ανάγκες όλων.
Παλεύουμε για την Αναρχία και το Σοσιαλισμό γιατί πιστεύουμε ότι η Αναρχία κι ο Σοσιαλισμός πρέπει να υλοποιηθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αυτό σημαίνει ότι η επανάσταση πρέπει να διώξει την κυβέρνηση, να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία και να στηριχθεί στην υπηρεσία του συνόλου, που θ’ αγκαλιάσει τότε όλη την κοινωνική ζωή, στην αυθόρμητη, ελεύθερη, ανεπίσημη κι απρόσκοπτη λειτουργία όλων όσων ενδιαφέρονται κι όλων των πρόθυμων εθελοντών.
Θα υπάρξουν βέβαια δυσκολίες και προβλήματα, αλλά οι άνθρωποι θα είναι αποφασισμένοι κι αυτοί μόνο μπορούν να υπερνικήσουν όλες τις δυσκολίες αναρχικά, δηλαδή, με την άμεση δράση και την ελεύθερη συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων.
Δεν μπορούμε να πούμε αν θα θριαμβεύσουν η Αναρχία κι ο Σοσιαλισμός μετά την επόμενη επαναστατική απόπειρα, αλλά είναι βέβαιο πως αν θριαμβεύσει οποιοδήποτε απ’ τα λεγόμενα μεταβατικά προγράμματα, αυτό θα συμβεί επειδή νικηθήκαμε προσωρινά και ποτέ επειδή σκεφτήκαμε ότι ήταν φρόνιμο ν’ αφήσουμε να υπάρχει ένα οποιοδήποτε μέρος αυτού του ολέθριου συστήματος, κάτω απ’ το οποίο στενάζει η ανθρωπότητα.
Ό,τι κι αν συμβεί, θα εξασκήσουμε κάποια επίδραση πάνω στα γεγονότα, με την αριθμητική μας δύναμη, την ενεργητικότητα, την εξυπνάδα και την σταθερότητά μας. Επίσης, ακόμα κι αν μας υποτάξουν, το έργο μας δε θα ’ταν μάταιο• γιατί όσο πιο αποφασιστικοί είμαστε στην προσπάθεια να υλοποιήσουμε τα αιτήματά μας, τόσο λιγότερη κυβέρνηση κι ατομική ιδιοκτησία θα υπάρχουν στη νέα κοινωνία. Και θα ’χουμε επιτελέσει ένα σπουδαίο έργο, γιατί η ανθρώπινη πρόοδος μετριέται με το μέτρο στο οποίο εξαφανίζονται η κυβέρνηση κι η ατομική ιδιοκτησία.
Αν πέφτουμε σήμερα δίχως να κατεβάζουμε τις σημαίες μας, ο σκοπός μας είναι βέβαιο ότι θα θριαμβεύσει αύριο.
Ερρίκο Μαλατέστα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου